Θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στα Υπέροχα πλάσματα πριν από κάποια χρόνια ή στους Σχεδόν ενήλικες, την καινούργια της τηλεοπτική σειρά. Πολυτάλαντη -δημοσιογράφος, συγγραφέας, στιχουργός-, αλλά κυρίως συλλέκτρια εμπειριών, η Μυρτώ Κοντοβά αξιοποιεί στο έπακρο το ταλέντο της να προσαρμόζεται εύκολα και να επικοινωνεί με διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, από τους οποίους έχει πάντα κάτι να πάρει για να δημιουργήσει χαρακτήρες που κάτι μας θυμίζουν. Την ίδια τη χαρακτηρίζει μια δημιουργική «αυθάδεια» και η τόλμη να υπερασπίζεται τις ιδέες και το στιλ της. Από το οποίο δεν λείπει η εκκεντρικότητα, πράγμα που αποδεικνύει το αγαπημένο της αξεσουάρ, που με χαρά δανείζει αυτόν τον μήνα στη Vogue Greece.
«Αυτή την τσάντα την αγόρασα από το Link, ένα συγκλονιστικό κατάστημα των αρχών των 90s στο Κολωνάκι, με design πράγματα σχεδιασμένα από τους ιδιοκτήτες του. Είναι μαύρη, δερμάτινη, μυτερή επάνω και με άνοιγμα από κάτω, λίγο διαστημική, λίγο Μαίρη Πόπινς. Εκκεντρική. Την είδα στη βιτρίνα και την ερωτεύτηκα. Άρχισα λοιπόν να μαζεύω χρήματα για να την αγοράσω – ήταν πανάκριβη! Ήμουν πιτσιρίκα, σπούδαζα δημοσιογραφία και μόλις είχα πιάσει δουλειά στο ραδιόφωνο – ξεκινούσα 5 η ώρα το πρωί, στο δελτίο ειδήσεων, και μετά έκανα βόλτες στο Κολωνάκι, ανακαλύπτοντας τους ωραίους τύπους που σύχναζαν εκεί. Ήταν ένας κόσμος καινούργιος για μένα, ήμουν σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και τα ήθελα όλα. Κάπως έτσι ένιωσα και για την τσάντα. Έγινε στόχος να την αποκτήσω – όχι για να την κρατήσω, εξάλλου είναι δυσλειτουργική, φιγούρα και τίποτε άλλο, ειδικά για έναν άνθρωπο σαν εμένα που χρησιμοποιώ αποκλειστικά backpacks. Πλέον την έχω φυλαγμένη στο πατάρι με τα πολύ αγαπημένα μου αντικείμενα, μου θυμίζει τα χρόνια που μεγάλωνα και μάθαινα “πώς είναι το μετά”. Αυτό το “μετά” ήταν μια άσκηση απ’ όταν πήγαινα σχολείο και η τσάντα λειτούργησε σαν μια μαγική πύλη για την επόμενη φάση μου, που όντως ξεκίνησε τότε. Μάθαινα το ραδιόφωνο, το στούντιο, τι σημαίνει τηλεφωνική συνέντευξη… Έκανα τα πρώτα μου βήματα ως δημοσιογράφος και είχα την τύχη να βρεθώ δίπλα σε καλούς επαγγελματίες, μια φουρνιά σπουδαίων δασκάλων, κάποιοι από τους οποίους δεν υπάρχουν πια.
»Αργότερα, στη δεκαετία του 2000, ξεκίνησε μια άλλη περίοδος γεμάτη εμπειρίες, όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Φοβόμουν τα αεροπλάνα, τα απέφευγα, ακόμα και τα επαγγελματικά ταξίδια, που άλλοι τα κυνηγούσαν, εμένα με φρίκαραν. Δύο καλές μου φίλες από το σχολείο, όμως, η μία μάνατζερ καλλιτεχνών τότε και η άλλη ραδιοφωνική παραγωγός και dj, με έπεισαν να ταξιδέψουμε στο Λονδίνο, όπου δεν είχα πάει ποτέ. Είχαν κλείσει και εισιτήρια για το θέατρο, για τη Μαίρη Πόπινς, την αγαπημένη μου ηρωίδα, αφού έχω μεγαλώσει με την Disney. H πρώτη εικόνα που θυμάμαι από τη βρετανική πρωτεύουσα ήταν μια γιαγιά με την εγγονή της, και οι δύο με πουά καλσόν, όταν στην Ελλάδα ήταν μόδα μόνο τα μαύρα ρούχα. Βούρκωσα από την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας των ανθρώπων. Αγόρια περπατούσαν χέρι χέρι, ένας κύριος στα 75 φορούσε σκουλαρίκι, έβλεπα μπροστά μου πράγματα που όση πληροφορία κι αν είχα για το Λονδίνο δεν μπορούσα να φανταστώ. Με εντυπωσίασε η ελευθερία και η πολυχρωμία, γυρνούσα στους δρόμους σαν ζαλισμένη. Για πολλά χρόνια δεν ταξίδευα πουθενά αλλού, παρά μόνο στο Λονδίνο και πάντα με τις κολλητές μου. Η αυθεντικότητα, η αυθάδειά του, η αίσθηση του “δεν με νοιάζει τίποτα” μου ταίριαζαν. Είναι το στιλ μου και το υπερασπίζομαι. Φαίνεται νομίζω και στις δουλειές μου αυτό. Έχω ψωνίσει αρκετά πράγματα για το σπίτι από το Λονδίνο, αλλά και από τη Βαρκελώνη. Αντικείμενα που δείχνουν ότι είναι δικές μου επιλογές και ξεχωρίζουν.
»Λατρεύω το mix & match. Ήμουν έτσι από μικρή, απ’ όταν η μαμά μου με πήγε να ψωνίσω στον Παρθένη – τα πρώτα μου ωραία ρούχα ήταν Παρθένης και Αcrobat. Από τότε αποκτήσαμε τη συνήθεια να βγαίνουμε μαζί για ψώνια και μετά για φαγητό και καφέ. Αυτό το mix & match στα ρούχα, λοιπόν, ήταν ένα κατάλοιπο από τα 80s που “κόλλησε” τις μεταλλάξεις των 90s, της εποχής του clubbing, όταν κάναμε συνδυασμούς δικής μας έμπνευσης. Όπως στην περίπτωσή μου, το μακρύ βελούδινο φόρεμα και τα ρετρό γάντια της μαμάς. Απορώ τώρα με το πόσο όμορφη και χωρίς ενοχές ήταν η στιλιστική μου ταυτότητα τότε. Είχε βέβαια να κάνει και με την εποχή, δεν είχαμε τις αγωνίες που έχουν σήμερα οι νέοι. Σκεφτείτε σε τι συνθήκες μεγαλώνουν. Ανεργία, πανδημία, κλειστά σύνορα… Το αντίθετο απ’ αυτό που ζήσαμε εμείς, που όλα ήταν δυνατά. Ο κόσμος ήταν δικός μας, μπορούσαμε να πάμε όπου επιθυμούσαμε, να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Μια νεαρή φίλη μου, 24 ετών, μου έλεγε πρόσφατα ότι το όνειρό της είναι να τελειώσει η πανδημία και να ταξιδέψει στην Ισπανία, κι εγώ θυμήθηκα την άρνησή μου να συμμετάσχω σε μια αποστολή στην Αυστραλία επειδή βαριόμουν, με τη σκέψη ότι θα πήγαινα κάποια άλλη στιγμή – σκεφτείτε! Όταν τα αφηγούμαι αυτά, με κοιτάζουν με μάτια ορθάνοιχτα. Φυσικά και είχαμε αγωνία για το αύριο, ζούσαμε όμως σε ένα μεγάλο πάρτι, προσδιορίζαμε τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτό. Από την άλλη, οι σημερινοί νέοι έχουν μια άλλου είδους ωριμότητα, και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Το βλέπω όταν ασκώ την αγαπημένη μου συνήθεια, να “κατασκοπεύω” τους ανθρώπους. Καθόμουν στα καφέ και παρατηρούσα τις παρέες στα διπλανά τραπέζια, έστηνα αυτί όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο, μελετούσα συνήθειες και συμπεριφορές, ό,τι συμβαίνει δηλαδή σε μια ζωντανή πόλη. Κάπως έτσι φτιάχνω τους χαρακτήρες στις δουλειές μου. Μ’ αρέσει επίσης να αποκρυπτογραφώ το βλέμμα. Μερικές φορές κρύβω με το χέρι τη μύτη και το στόμα των ηθοποιών και τους λέω να “πουν” την ατάκα με τα μάτια, να τα δω ζωντανεύουν, να λάμπουν. Αυτό θεωρώ γοητεία σε μια γυναίκα, αλλά και σε έναν άντρα. Όπως και τη φυσικότητα. Το να συστήνεσαι ακριβώς όπως είσαι και όχι μέσα από φίλτρα. Χωρίς να σημαίνει ότι αφορίζω ό,τι μπορεί να κάνει κάποιον να νιώθει καλά, γιατί εννοείται ότι με ενδιαφέρει πάρα πολύ η όμορφη εικόνα, οι ωραίοι άνθρωποι, τα χρώματα και το φως. Υπάρχει όμως πάντα ένα όριο που έχει να κάνει με την προσωπική μας αισθητική, όσο mainstream, εναλλακτικοί ή εκκεντρικοί κι αν είμαστε. Σημασία έχει να έχουμε αυτοπεποίθηση, να είμαστε ανεξάρτητοι και αυτάρκεις. Αυτό είναι το πρώτο μου ζητούμενο στη ζωή και με αυτό έχει να κάνει η απόκτηση της συγκεκριμένης τσάντας, που συμβολίζει τη στιγμή που πέρασα την πύλη του “μετά”, όπως είπα πριν, μαζί με τις φίλες από το σχολείο, που με τον καιρό βλέπαμε η μία την άλλη να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται, να σκαλώνει, να πέφτει και να ξανασηκώνεται, να γουστάρει και να μη γουστάρει. Και όλο αυτό με μια φοβερή εσάνς μετεφηβείας. Από τις φάσεις των καλοκαιρινών διακοπών στα νησιά, περάσαμε στα ταξίδια στο εξωτερικό. Είμαστε ακόμα φίλες, αν και ταξίδια δεν κάνουμε πια, έχουμε πάντα δουλειές, οι άλλες έχουν και παιδιά, τώρα είναι και απαγορευμένα άλλωστε. Έτσι, δεν κάνουμε σχέδια, δεν ξέρουμε αν θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν, βλέπουμε από μακριά τον προηγούμενο τρόπο ζωής μας. Όμως πιστεύω στο χάπι εντ, που σημαίνει ότι θα πάμε παρακάτω. Υπάρχει ένας ορίζοντας με φως απέναντι, γιατί είμαστε παρόντες στη ζωή μας».
Διαβάστε επίσης | Φιλαράκια: Γιατί μας ενδιαφέρει τόσο το reunion;