πώς-διαχειριζόμαστε-τις-σκοτεινές-πλ-266611
©Unsplash

«Πιστεύεις ότι είμαι καλό παιδί;» με ρώτησε η φίλη μου πριν από μερικούς μήνες. Ένιωσα σαν να μου απευθύνει την ερώτηση ένα κορίτσι που ψάχνει επιβεβαίωση και όχι μια συνομήλικη. «Είσαι πάρα πολύ καλό παιδί», της απάντησα με λίγη παραπάνω έμφαση, για να την καθησυχάσω. Το εννοούσα ότι είναι, πράγματι, βαθιά καλόψυχη. Αγαπάει και φροντίζει με κάθε τρόπο τους ανθρώπους της, νοιάζεται για τους άλλους, κάνει παραχωρήσεις και είναι τίμια. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει το σωστό και το δίκαιο. Ξέρω όμως καλά και τους λόγους για τους οποίους έχει αμφιβολίες για τον εαυτό της. Κι αυτό γιατί γνωρίζω και την άλλη της πλευρά, την πιο σκοτεινή, ζηλόφθονη, χαιρέκακη, συχνά εκδικητική. Με λίγα λόγια, τη στιγμή που την παρηγορώ ξέρω ότι μπορεί να γίνει και «κακό» παιδί. Τις περισσότερες φορές –όπως όλοι μας– κρατιέται. Κάποιες άλλες, όμως, αφήνει τον «κακό» της εαυτό να οργιάσει. Και ύστερα το μετανιώνει. Μου είναι οικεία η πάλη με τις πλευρές του εαυτού μας που είτε εμείς οι ίδιοι είτε η κοινωνία θεωρούμε κατάπτυστες. Καταλαβαίνω την αγωνία της φίλης μου, άλλωστε κι εγώ σιχαίνομαι την «κακή» μου πλευρά – μου θυμίζει σκουλήκι που μου τρώει τα σωθικά. Για την ακρίβεια, με αντιπαθώ σφόδρα όταν γίνομαι ανασφαλής, ζηλιάρα, ανταγωνιστική, ενίοτε μίζερη ή τεμπέλα. Θα ήθελα να μην είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά. Κάποτε βαυκαλιζόμουν ότι θα κατάφερνα με πολλή προσπάθεια να εξαφανίσω αυτές τις πλευρές μου. Ονειρευόμουν πως θα έφτανα στο σημείο να είμαι μια αχτίδα φωτός στη ζωή των γύρω μου, γεμάτη άνευ όρων αγάπη, τρυφερότητα και καλή διάθεση. Φυσικά, δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος ούτε στις καλύτερες μέρες μου, ενώ μικρά διαβολάκια δεν παύουν να εμφανίζονται από το πουθενά και να με βασανίζουν ψιθυριστά.

Το «κακό» παιδί υπάρχει μέσα σε όλους μας. Το φαντάζομαι σαν το party goblin της κωμικού Iliza Shlesinger – είναι η πλευρά του εαυτού της που ξυπνάει μέσα από τα έγκατα της ύπαρξής της όταν παρτάρει, πίνει, χάνει τον έλεγχο, γίνεται αυτοκαταστροφική. Έτσι και η σκοτεινή πλευρά μας, βρίσκεται πάντα εκεί, έτοιμη να αναδυθεί και να μας τσιγκλήσει, να μας προκαλέσει, να μας καταπιεί. Από μακριά μπορεί να φαντάζει σαν μια μαύρη τρύπα που μπορεί να φέρει την καταστροφή. Ίσως μας φαίνεται πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, ίσως όχι. Συνήθως όμως φοβόμαστε να ανακαλύψουν οι άλλοι τον μικροπρεπή εαυτό μας, τον κακιασμένο, τον παρτάκια, τον έξαλλο, τον καταθλιπτικό, αυτόν που θα χαλάσει την ιδανική εικόνα που θα θέλαμε να έχουν οι άλλοι για εμάς. Έχουν την τιμή να τον γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη μας, εκείνοι που μας αγκαλιάζουν μαζί με τις βρόμικες πτυχές της ύπαρξής μας. Ή όσοι μας ζουν καθημερινά και δεν μπορούμε πια να τους κρυφτούμε.

Γράφω τόση ώρα τη λέξη «κακός» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν ξέρω ποιος είναι αρμόδιος να αποφασίσει τι είναι, τελικά, κακό και τι απλώς ανθρώπινο. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η αυτοβελτίωση είναι καθημερινό mantra για πολλούς, ειδικά για εκείνους οι οποίοι προσπαθούν να είναι «η καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Μοιάζει να αγωνιζόμαστε συνεχώς για μια βελτιστοποίηση, όχι μόνο σωματική, αλλά και ψυχική, σαν να θέλουμε να εξαλείψουμε τα ελαττώματά μας και να βγούμε νικητές στον αγώνα με τον εαυτό μας. Δεν δείχνουμε να αποδεχόμαστε το γεγονός ότι οι σκοτεινές πλευρές είναι κάτι που έχουμε όλοι ανεξαιρέτως. Είναι κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Και στο τέλος της ημέρας, γιατί φαντάζει τόσο τρομερό να είσαι ένας άνθρωπος με ατέλειες και αδυναμίες, τη στιγμή που είμαστε όλοι έτσι; Τι είναι αυτό που κάνει τις δυσάρεστες πλευρές μας απωθητικές, όχι τόσο στους άλλους, όσο σε εμάς τους ίδιους; Και ποιος είπε ότι το να είσαι μόνιμα ένα «καλό» παιδί δεν είναι απίστευτα καταπιεστικό και, ίσως, ανησυχητικά αντίθετο στην ανθρώπινη φύση; Για πολλούς, το να είμαστε «καλά» παιδιά εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό – ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα. Μας μεγάλωσαν να παλεύουμε με το μέσα μας για να είμαστε ευχάριστοι, συμπαθητικοί, όσο το δυνατόν πιο «εύκολοι» στη συναναστροφή μας με τους άλλους. Δεν θέλουμε να ενοχλούμε, να βγαίνουμε εκτός εαυτού, να γινόμαστε επιθετικοί, στρυφνοί. Όταν συμβαίνει –ακόμα κι αν το δίκιο είναι με το μέρος μας–, βιαζόμαστε να ζητήσουμε συγγνώμη και να μπαλώσουμε τα πράγματα. Φυσικά, όσο κι αν προσπαθούμε για το αντίθετο, οι περισσότεροι δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε τις «κακές» συμπεριφορές μας.

Το τελευταίο διάστημα και όποτε νευριάζω, είμαι κακοδιάθετη ή μελαγχολική, δεν βιάζομαι να με μαλώσω. Ούτε σπεύδω να βρω τρόπο να οδηγήσω γρήγορα τον εαυτό μου προς την πιο φωτεινή πλευρά του. Δεν ήταν πάντα εύκολο ή εφικτό, αλλά καθώς μεγαλώνω μπορώ να συνυπάρξω εν ειρήνη με τις πιο σκοτεινές πτυχές μου. Να ζήσω μαζί τους χωρίς να επιθυμώ να τις αποτινάξω άμεσα από πάνω μου. Συχνά τις μελετώ με μια διάθεση αυτογνωσίας. Κάποιες φορές με τρομάζουν και άλλες τις αφήνω να ξεθυμάνουν, όπως συμβαίνει με μια κακή στιγμή ή μια δύσκολη μέρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τις ευχαριστιέμαι κιόλας – ειδικά όταν βρίσκω ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να μοιραστώ μια λιγότερο politically correct πονηριά ή ένα δύσκολο συναίσθημα. Είναι ανακουφιστικό –και συχνά διασκεδαστικό– να υπάρχουν στη ζωή μας συνοδοιπόροι με τους οποίους μπορούμε να καθίσουμε παρέα και να είμαστε «κακά» παιδιά, χωρίς παρεξηγήσεις. Μοιάζει με τη γαργαλιστική απόλαυση της σκανδαλιάς. Ή, ακόμα καλύτερα, με το ζεστό χάδι της οικειότητας.