σκηνική-φροντίδα-225900
©Unsplash

Ας φανταστούμε για λίγο τη σκηνή: πολυπληθές εμπορικό κέντρο σε τουριστικό σημείο του Σικάγο, λίγες μέρες αφότου έχουν καταφθάσει οι ανοιξιάτικες συλλογές, απογευματινή ώρα αιχμής και η κλακέτα χτυπάει με ένα κοντινό πλάνο στην κακομοίρα –εγώ είμαι αυτή– στη μέση ενός καταστήματος ρούχων, η οποία προσπαθεί να ξεκολλήσει τον δίχρονο γιο της από τα ράφια στα οποία σφήνωσε καθώς χτυπιόταν στο πάτωμα. Γιατί χτυπιόταν στο πάτωμα; Πολύ καλή ερώτηση και πεθαίνω να σας απαντήσω: γιατί έμαθε ότι δεν μπορεί να πάρει σπίτι την κούκλα της βιτρίνας με το κίτρινο μπουφάν – δεν ήθελε το μπουφάν μόνο του, ήθελε και την κούκλα! Αν είχα ένα δολάριο για κάθε φρύδι που σηκωνόταν εκείνη την ημέρα μπροστά στη γονική μου αποτυχία, θα μπορούσα να είχα αγοράσει μετοχές στο εν λόγω μαγαζί και ίσως να έπαιρνα τελικά στο σπίτι και την κούκλα.

Όλοι οι γονείς έχουν να διηγηθούν τέτοιες ιστορίες, είναι από αυτές τις σκηνές που θυμάσαι μετά από καιρό –εντάξει, πολύ καιρό– και γελάς. Αλλά εγώ θα τη θυμάμαι για πάντα αυτή τη μέρα σαν κάτι ακόμα: μια ηχηρή υπενθύμιση της έντασης της ανθρώπινης φύσης. Τα νήπια είναι μικρές σβούρες γεμάτες με έντονα συναισθήματα που δεν ξέρουν ακόμα να χειριστούν και περίπλοκες σκέψεις που δεν μπορούν να εκφράσουν, γιατί τους λείπουν τα γλωσσικά εργαλεία. Δεν είναι και πολύ περίεργο, λοιπόν, το ότι κυλιούνται τόσο συχνά στα πατώματα τσιρίζοντας. Το περίεργο είναι που δεν το κάνουμε όλοι. Θα μου πείτε τώρα, ως λογικοί ενήλικες, ότι οι περισσότεροι μαθαίνουμε να ελέγχουμε τις αντιδράσεις μας μεγαλώνοντας. Ή, έστω, προσπαθούμε. Αυτό όμως που συμβαίνει πιο συχνά είναι ότι μας ζητάνε να ελέγξουμε την ίδια την ένταση των συναισθημάτων μας – και όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο τα εκφράζουμε. Δηλαδή, χρειάζεται να επιβιώσουμε σε μια παιδική ηλικία που μας φωνάζουν να μη φωνάζουμε, σε μια εφηβεία που δεν είναι κουλ να νιώθουμε οτιδήποτε έτσι κι αλλιώς, σε μια γενικότερη επαγγελματική κουλτούρα που μπερδεύει τη σπουδαιότητα με την ξινίλα, σε μια πατριαρχία που θέλει τις γυναίκες μόνο χαμογελαστές και τους άνδρες μόνο έτοιμους να αρπάξουν το ρόπαλο και να κυνηγήσουν μαμούθ στους άγριους ποδηλατόδρομους. Και καταλήγουμε τόσο αποκομμένοι από αυτά που νιώθουμε και τον τρόπο που μπορούμε να τα εκφράσουμε, ώστε μερικές φορές ψάχνουμε να βρούμε το σωστό emoji στην πραγματική ζωή.

Στο επόμενο πλάνο, σκύβοντας να σηκώσω τον μπόγο με τα ανακατεμένα μαλλιά και τα κόκκινα μάγουλα από το πάτωμα του εμπορικού, του είπα φυσικά όλα τα σωστά και ενδεδειγμένα που ξεσήκωσα από τα βιβλία για γονείς και από ραντεβού με ψυχολόγους. Ωστόσο, μέσα μου αναρωτιόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που επιθυμούσα κάτι τόσο πολύ ώστε να θελήσω να γκρεμίσω τον κόσμο ολόκληρο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσα ότι, αν δεν πετύχω τον στόχο μου, θα πεθάνω. Πότε άρχισα να σκέφτομαι πιο «λογικά» και να συμβιβάζομαι πριν ακόμα προσπαθήσω να αποκτήσω αυτό που θέλω. Πότε σταμάτησα να κοιτάζω κίτρινα μπουφάν, επειδή θα βρόμιζαν αμέσως και θα ήταν δύσκολο να πλυθούν.

Σκηνική φροντίδα-1
©Unsplash

Έχουν περάσει χρόνια από εκείνη τη μέρα που το παιδί μου σφήνωσε στα ράφια του μαγαζιού, χρόνια που αυτός και ο αδερφός του έχουν σταματήσει να ζητάνε πράγματα κάνοντας ακροβατικά στο πάτωμα και χτυπώντας τα πόδια στον αέρα. Είμαι περήφανη που είναι συζητήσιμοι και κακομαθημένοι μόνο ως προς την ποιότητα της σοκολάτας που προτιμούν, είμαι περήφανη που έμαθαν να ελέγχουν τον τρόπο που εκφράζονται, αλλά είμαι κυρίως περήφανη που καταπίεσα τις δικές μου καταβολές και δεν τους επέβαλα να συγκρατήσουν, να κρύψουν, να θάψουν τα συναισθήματά τους. Ίσα ίσα, τους προέτρεψα να τα ζήσουν, να τα αναγνωρίσουν, να τα ονοματίσουν και να τα χαρούν στο έπακρο. Κι εκείνοι με προέτρεψαν να τους μιμηθώ. Μαζί τους έμαθα κι εγώ να γελάω πιο δυνατά, να τραγουδάω πιο δυνατά, να μην ντρέπομαι να συμμετέχω σε αστείους χορούς, να παραδέχομαι πότε έχω θυμώσει, να τινάζω τα χέρια στον αέρα όταν περιγράφω κάτι, να ρίχνω το κεφάλι πίσω όταν ξεκαρδίζομαι. Δεν ήμουν ποτέ από τους πιο ήπιους ανθρώπους, τους ήρεμους και συγκροτημένους που γνωρίζουν τα όριά τους. Στον επικήδειό μου σίγουρα θα αναφερθούν λέξεις όπως «υπερβολή» και «ενθουσιασμός» –ίσως και «δράμα» ή «ένταση»–, αλλά ποτέ δεν ένιωθα αρκετά ελεύθερη να εκφραστώ όπως ήθελα.

Η αλήθεια, όμως, είναι πως η ζωή έχει περισσότερη πλάκα όταν αφήνεις τα συναισθήματά σου να ξεδιπλωθούν μεγαλοπρεπώς, σε όλο τους το φάσμα και τη λάμψη, σαν ουρά παγονιού – με τον σωστό φωτισμό από το ηλιοβασίλεμα στο φόντο. Όταν τα δέχεσαι και τα παραδέχεσαι, τα εκφράζεις, τα τιμάς και τα απολαμβάνεις, αντί να τα σπρώχνεις κάτω από τη βανίλια της παθητικής επιθετικότητας και των αδιάφορα ανασηκωμένων ώμων. Σκεφτείτε πόσο πιο ωραίες θα ήταν οι στιγμές μας αν τις εκλαμβάναμε σαν μικρές παραστάσεις ανθρώπινης ευτυχίας, ένα μονόπρακτο ενθουσιασμού, μια σειρά από λήψεις καθημερινής σκηνογραφίας και κινηματογραφικής έντασης, μια ζωή που κάνει ζιγκ ζαγκ για να αποφύγει τη μέση οδό της ουδετερότητας, των μισοχαμόγελων, των ψιθυριστών οκέι.

Καταλαβαίνω ότι η δική μου ένταση δεν ταιριάζει σε εσωστρεφείς ή ντροπαλούς, σε ανθρώπους που απλώς δεν αντέχουν τα ντεσιμπέλ της προσωπικής μου εργοστασιακής ρύθμισης, αλλά, αν ήταν να δώσω μια συμβουλή τώρα που έκλεισα τα 42 και νομίζω ότι έχω συγκεντρώσει όλη τη σοφία του κόσμου –και σύμφωνα με τον Douglas Adams είμαι πια «η απάντηση στην Ύψιστη Ερώτηση για τη Ζωή, το Σύμπαν και τα Πάντα»–, θα ήταν να δοκιμάσουμε όλοι να ζήσουμε λίγο περισσότερο με την ένταση μιας παράστασης. Να δίνουμε σημασία στα σκηνικά που μας περιβάλλουν, να διαλέγουμε τα κοστούμια μας με αγάπη και, τελικά, να ανεβαίνουμε στη σκηνή έτοιμοι να ζήσουμε και να δείξουμε τα συναισθήματά μας, να εκφράσουμε τις επιθυμίες μας με δραματικές δηλώσεις, να γελάσουμε μέχρι να μας ακούσουν και οι πίσω σειρές, να κλάψουμε μέχρι να νιώσουμε την κάθαρση. Γιατί, αν η ζωή είναι μια παράσταση, ο πιο ενδιαφέρων ρόλος είναι ο πρωταγωνιστικός. Και έχουμε μόνο μία ευκαιρία να θριαμβεύσουμε και να τον χαρούμε.