the-x-file-τι-μου-θυμίζουν-τα-τάπερ-270933

Στις αρχές του αιώνα είχα παρακολουθήσει μια χορευτική παράσταση της ομάδας Γκριφόν της Ιωάννας Πόρτολου με τίτλο «Τάπερ». Θυμάμαι ότι είχα ανοίξει τον κατάλογο για να διαβάσω από τι ακριβώς εμπνεύστηκε η γνωστή χορογράφος κι είχα μείνει άφωνη. Μια σειρά από αναφορές στην οικογένεια, την παιδική ηλικία, τις μαζώξεις για επίδειξη των πλαστικών δοχείων συντήρησης παρήλαυναν από την δική της ερμηνεία, ενώ η δική μου ήταν κενή. Καμία μνήμη, καμία αναφορά, μηδέν. Το σκεφτόμουν πρόσφατα διαβάζοντας τα πολυάριθμα νοσταλγικά κομμάτια που γράφτηκαν με έναυσμα την κρίση της εταιρίας Τupperware  σε πολλά διεθνή ΜΜΕ, αλλά και στην «Καθημερινή» από τη Λίνα Γιάνναρου, που αποκάλεσε τα δικά της τάπερ «πολύχρωμη προίκα από τη μαμά και τη γιαγιά- συνώνυμο της φροντίδας τους».

Η γιαγιά μου πέθανε τη δεκαετία του 80, λίγο πριν τη μαμά μου. Ηταν σκληρή γυναίκα με τη σκληρότητα των ανθρώπων που έζησαν δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο και μια δικτατορία, μετανάστευση και οριστικό ή προσωρινό αποχωρισμό από άνδρα, αδέρφια και παιδιά. Δεν θυμάμαι π.χ. να με χαϊδεύει ή να με φιλάει, να με κακομαθαίνει, το αντίθετο: τη θυμάμαι να με μαλώνει. Δεν τη θυμάμαι να μου μαγειρεύει ή να μου φέρνει φαγητό στο τάπερ. Τη θυμάμαι μόνο να μου φτιάχνει ένα κέικ, στη μαγιά του οποίου κολυμπούσαν μυρμήγκια. Της το είχα επισημάνει γιατί δεν έβλεπε καλά και μου απάντησε με ξεροκεφαλιά: «κάνεις λάθος, έτσι μαυρίζει η ζάχαρη όταν καίγεται». Δεν θυμάμαι αν με υποχρέωσε να το φάω με τα ψόφια έντομα μέσα, αν παραδέχθηκε τελικά το λάθος της (δύσκολο) ή αν προφασίστηκα κάποια δικαιολογία και γλίτωσα.

Η μαμά μου θεωρούσε ότι η επίδειξη τάπερ σε σπίτια είναι συνώνυμο του μικροαστισμού. Απευθυνόταν, κατά την άποψή της, σε γυναίκες που είχαν άπλετο χρόνο επειδή δεν εργάζονταν. Δεν ήξερε να μαγειρεύει και στις εκδρομές του σχολείου δεν μου έδινε τάπερ, παρά μόνο κάτι κομμένα, καθαρισμένα αγγούρια και καρότα σε ασημόχαρτο. Ολα τα παιδάκια έφερναν κεφτεδάκια και τυροπιτάκια και υπέροχο τζανκ, εγώ κάτι υγιεινά σάντουιτς με μαύρο ψωμί και ντομάτα. Τα τάπερ ήταν απόντα από το νοικοκυριό μας.

Αν ψάξω τώρα στα ντουλάπια της ντουλάπας βρίσκω αρκετά τάπερ, όλα σχεδόν με διαφορετικά καπάκια, που δεν κλείνουν καλά. Είναι σχεδόν πάντα απομεινάρια φιλικών ή ερωτικών σχέσεων, ανήκουν σε ανθρώπους με φρόντιζαν. «Μην μου χάσεις τα τάπερ μου!», μου είπε ένας πρώην μου στην αρχή της σχέσης και από τη μια μου φάνηκε πολύ κωμικό, από την άλλη μ’ άρεσε αυτό το μαμαδίστικο ύφος χωρίς το κόμπλεξ ότι πλήττεται η αρρενωπότητά του. Ακόμη και σήμερα μου φέρνει καμιά φορά ταπεράκια ξέχειλα με σταμναγκάθι βρασμένο «γιατί εσύ δεν ξέρεις να το καθαρίζεις καλά»-ένδειξη νοιαξίματος τω όντι.

Για μένα δηλαδή τα τάπερ είναι πιο πολύ συνώνυμα της φιλίας («Σου βρήκα μια τέλεια κολοκύθα, θα σου φέρω σουπίτσα που σ αρέσει, αγάπη μου»), παρά της μητρότητας ή της οικογένειας. Αυτό μου θυμίζουν: την προίκα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) των φίλων μου.