Σε αυτή την «πόλη», όλοι απευθύνουμε κάθε μέρα στον εαυτό μας την ίδια ερώτηση: «Τι θα φορέσω σήμερα;». Η απάντηση είναι προσωπική, αφορά όμως και το σύνολο. Γιατί σε αυτή την παγκόσμια «πόλη» είμαστε εμείς, οι πολίτες, που (θα) κάνουμε τη διαφορά. Αυτό πιστεύει η Dana Thomas, συγγραφέας του Fashionopolis: The Price of Fast Fashion and the Future of Clothes (Penguin Press), βιβλίου που κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί να αλλάξει τη βιομηχανία της μόδας.
Κορεσμός και παγκοσμιοποίηση από τη μία, μεγάλη όρεξη και ανάγκη για καλύτερες πρακτικές από την άλλη, το Fashionopolis είναι μια ολιστική προσέγγιση του προβλήματος από την Αμερικανίδα δημοσιογράφο, η οποία αρθρογραφεί για τους New York Times και έχει συνεργαστεί με τη Vogue και το The New Yorker. Για την ίδια, η ιστορία ξεκινά από την Πολιτεία του Πλάτωνα, περνάει από την «Cottonopolis», όπως αποκαλούνταν το Mάντσεστερ την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, καταγράφεται στο εξπρεσιονιστικό Metropolis του Γερμανού Fritz Lang και φτάνει στη Fashionopolis, την Πόλη της Μόδας, που σήμερα βρίσκεται σε επανάσταση. «Εν μέρει αυτό πηγάζει από το νεανικό κίνημα – δείτε την Greta Thunberg στα Ηνωμένα Έθνη και τους millennials, που τώρα βρίσκουν δουλειά και αποκτούν τη δική τους φωνή. Μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου το βιολογικό φαγητό είναι κάτι φυσιολογικό – σε σχέση με παλαιότερα, που ήταν πιο ακριβό. Αναρωτιούνται λοιπόν: “Γιατί τρώω βιολογική σαλάτα και είμαι vegan, ενώ όλα μου τα ρούχα παράγονται σε sweat shops στο Μπανγκλαντές;”» μου λέει η Thomas από τη βάση της, το Παρίσι. «Χάρη στην ψηφιακή επανάσταση λαμβάνουμε σήμερα πολύ πιο εύκολα πληροφορίες και ένα brand δεν μπορεί πια να ισχυριστεί ότι “δεν γνωρίζαμε”. Μπορούμε να έχουμε ένα app στο κινητό μας που έχει τη δυνατότητα να καταγράψει την αλυσίδα παραγωγής, από τη βαμβακοκαλλιέργεια μέχρι το κατάστημα. Η νέα γενιά περιμένει και απαιτεί τη διαφάνεια σε ό,τι αγοράζει και πιέζει τη βιομηχανία της μόδας να προσαρμοστεί».
Τα στοιχεία που παραθέτει η Αμερικανίδα δημοσιογράφος προσφέρουν τροφή για σκέψη και δράση: o γίγαντας Zara παρήγαγε πάνω από 450 εκατ. κομμάτια ρουχισμού το 2018. Στις ΗΠΑ, οι καταναλωτές αγοράζουν σήμερα πέντε φορές πιο πολλά ρούχα απ’ ό,τι το 1980 –68 κατά μέσο όρο ετησίως–, ενώ παγκοσμίως αγοράζονται 80 δις τεμάχια κάθε χρόνο, εκ των οποίων το 20% δεν φτάνει σε κάποια ντουλάπα. Η βιομηχανία των 2,4 τρις δολαρίων τον χρόνο απασχολεί έναν στους έξι εργαζομένους διεθνώς, ενώ το ένα τέταρτο των χημικών που παράγονται κατευθύνονται στην παραγωγή ρούχων. Τέλος, μόνο το 2% εκείνων που εργάζονται στη βιομηχανία της μόδας έχουν εισοδήματα τα οποία εξασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης.
Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; «Ποτέ τα ρούχα δεν ήταν τόσο φθηνά», εξηγεί η Thomas. «Συνειδητοποίησα πρόσφατα ότι πλήρωνα περισσότερα για ένα ρούχο όταν ήμουν έφηβη, το 1980, απ’ ό,τι η έφηβη κόρη μου σήμερα. Τότε αγόραζα ένα πουκάμισο με 25 δολάρια, σήμερα εκείνη το παίρνει με 9,99 δολάρια. Επειδή είναι τόσο φθηνά όλα, έχει δημιουργηθεί μια παθολογική κατάσταση, την οποία συγκρίνω με τον εθισμό στο κρακ. Κατά μέσο όρο φοράμε κάθε ρούχο μας επτά φορές. Δεν επενδύουμε σε αυτό συναισθηματικά. Κάποιοι θα πουν ότι δεν μπορούν να αγοράσουν κάτι ακριβότερο, όμως μπορούν, απλώς δεν το έχουν συνηθίσει. Αντί για 10 κομμάτια με 10 ευρώ το καθένα, ας αγοράσουν ένα στην τιμή των 100. Θα κρατήσει περισσότερο και θα είναι μια επένδυση».