vintage-shopping-γιατί-εξαπλώνεται-τόσο-173859
©Chris Moore/Ctawalking.com

Η είδηση της συνεργασίας τους κέντρισε από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον μας. Εδώ και μερικές εβδομάδες, λοιπόν, η Vestiaire Collective συνεργάζεται με τον οίκο Alexander McQueen μέσω του καινοτόμου προγράμματος ψηφιακής μεταπώλησης Brand Approved. Η ιδέα είναι η εξής: ο βρετανικός οίκος επαναγοράζει κομμάτια από πελάτες του, οι οποίοι ως αντάλλαγμα παίρνουν ένα πιστωτικό κουπόνι για νέες αγορές, και τα ξαναπουλάει μέσω της συγκεκριμένης πλατφόρμας, στην οποία έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους ένα αμάνικο σακάκι-σμόκιν του οίκου από το καλοκαίρι του 2011 και μια καρό φούστα από την ιστορική πλέον συλλογή Widows of Culloden, του 2006.

Το παλιό είναι αλλιώς

αξία του vintage δεν είναι όμως κάτι καινούργιο. Το παλιό είναι ψαγμένο, πιο προσωπικό, μια επιλογή που χτίζει έναν στιλιστικό χαρακτήρα. Και οι εραστές του είναι πολλοί, παντού. Τα φλας άστραφταν όταν η Kate Moss έφτανε σε ένα πάρτι με ένα φόρεμα που είχε ανακαλύψει σε κάποιο vintage κατάστημα –Vintage, εξάλλου, ονόμασε και ένα άρωμά της, ενώ πολλοί θυμούνται ακόμη το ζωηρό κίτρινο ντραπέ Jean Dessès με το οποίο εμφανίστηκε η Renée Zellweger στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ. Οι αδελφές MaryKate και Ashley Olsen, πάλι, διαθέτουν μιας αξιόλογη vintage συλλογή, κομμάτια από την οποία ξεκίνησαν να μεταπωλούν διαδικτυακά πρόσφατα. Εδώ και λίγα χρόνια, η διεθνής αγορά της μεταπώλησης έχει εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο, και το «δεύτερο χέρι» σήμερα περιλαμβάνει όλο και πιο πολλά κομμάτια από τον τομέα της πολυτέλειας, από παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες συλλογές. Σύμφωνα με την αμερικανική Vogue, η διεθνής αυτή αγορά αναμένεται να αγγίξει τα 60 δισ. δολάρια το 2025. Πώς, όμως, εξηγείται αυτό το άλμα; Κάποιοι το ερμηνεύουν ως τον εύκολο τρόπο για έξτρα εισόδημα, για άλλους δηλώνει μια πιο «πράσινη» καταναλωτική συμπεριφορά. Δεν απουσιάζει βεβαίως και η κριτική ότι οι συγκεκριμένες αγοραπωλησίες ενισχύουν, εν τέλει, τον καταναλωτισμό. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια μικρή ή μεγαλύτερη επανάσταση απέναντι στο establishment της μόδας, της οποίας κινητήριος δύναμη παραμένει το «νέο» της κάθε σεζόν.

Vintage Shopping: Γιατί εξαπλώνεται τόσο;-1
©H βιτρίνα της μπουτίκ Didier Didot στο Παρίσι

«Η βιομηχανία της πολυτέλειας συνειδητοποιεί ότι η μεταπώληση είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της μόδας και ότι η κυκλική οικονομία είναι προς όφελος όλων», λέει στη Vogue Greece η Fanny Moizant, συνιδρύτρια και πρόεδρος του Vestiaire Collective. «Σε μια πρόσφατη έρευνα που κάναμε σε συνεργασία με το Boston Consulting Group, στα τέλη του 2019, διαπιστώσαμε ότι στην πραγματικότητα το δεύτερο χέρι λειτουργεί ως μηχανισμός “στρατολόγησης” για το πρώτο. Εκ των ερωτηθέντων, το 62% απάντησαν ότι την πρώτη φορά που αγόρασαν κάτι από δεύτερο χέρι ήταν από ένα αγαπημένο τους brand, ενώ σχεδόν όλοι σε αυτή την κατηγορία είπαν ότι θα σκέφτονταν να αγοράσουν κάτι από το ίδιο brand ξανά». Πρόσφατα, ο όμιλος Kering αγόρασε το 5% του Vestiaire Collective, επενδύοντας το ποσό των 215 εκατ. δολαρίων, ενώ το 2019 η πλατφόρμα είχε ανοίξει και ένα φυσικό κατάστημα στο Selfridges του Λονδίνου – ακόμα μία καινοτομία.

Όμως, και σε ψηφιακές πλατφόρμες που λειτουργούν με καινούργια προϊόντα βρίσκει πλέον μια θέση και το «δεύτερο χέρι». Στο Farfetch, για παράδειγμα, όπου προστέθηκαν πρόσφατα δύο επιλογές: Preowned για αγορές και Second Life για όσους επιθυμούν να πουλήσουν παλαιότερα κομμάτια τους. «Προσφέρουμε την πιο ευρεία γκάμα πολυτελούς μόδας μέσω μίας και μόνο πλατφόρμας, χάρη στις απευθείας συνεργασίες με brands και ανεξάρτητες μπουτίκ σε όλο τον κόσμο. Είναι λογικό η preowned μόδα πολυτελείας να υπάρχει σε αυτό το μείγμα, χάρη στο δικό μας δίκτυο ειδικών στο vintage», μας είπε η Celenie Seidel, Senior Womenswear Editor του Farfetch. «Οι καταναλωτές σήμερα ψωνίζουν πιο συνειδητά από ποτέ, λαμβάνοντας υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες κάθε αγοράς τους. Υπάρχει πραγματική θέληση να υιοθετήσουν την κυκλική οικονομία και παρατηρούμε ότι οι αναζητήσεις για πωλήσεις preowned κομματιών αυξάνονται σημαντικά», τόνισε.

Στο Farfetch, κομμάτια-σταρ της preowned κατηγορίας περιλαμβάνουν το Petit Panda από τη συλλογή Louis Vuitton x Takashi Murakami, πέδιλα του σκι Chanel, ένα διαμαντένιο βραχιόλι Cartier από τις αρχές του 20ού αιώνα και μια τεράστια παλέτα αποχρώσεων της τσάντας Birkin της Hermès. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Moizant, στο Vestiaire Collective οι σίγουρες επενδύσεις έχουν να κάνουν με ένα κλασικό στιλ, όπως ένα μικρό μαύρο σακάκι Chanel, ένα αυθεντικό σακάκι-σμόκιν Yves Saint Laurent της δεκαετίας του ’70 ή ένα αδιάβροχο Burberry, ενώ μια πρόσφατη ισχυρή τάση στην πλατφόρμα ήταν η logomania, με μεταπωλήσεις κομματιών των οίκων Gucci, Louis Vuitton, Fendi, Celine και Dior. «Η αγορά της μεταπώλησης αυξάνεται 20 φορές πιο γρήγορα από τη γενικότερη βιομηχανία της μόδας, και αυτό θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια», συμπληρώνει. Το μέλλον στη συγκεκριμένη κατηγορία έχει ήδη ξεκινήσει. Αν σήμερα τα νεαρά μέλη της Gen κάνουν τα πρώτα τους βήματα, αγοράζοντας και πουλώντας με αυξημένη την αίσθηση του ηθικού καταναλωτισμού, η οικονομική δύναμη που θα αποκτήσουν τα επόμενα χρόνια θα ενισχύσει αυτή τη δράση. Ο κλάδος θα αναπτυχθεί και με άλλους τρόπους, όπως μέσα από ένα μεγαλύτερο μενού υπηρεσιών, για παράδειγμα της αποκατάστασης. «Η αίσθησή μου είναι ότι όλο και περισσότερο οι καταναλωτές αποκτούν άλλες προθέσεις. Γνωρίζουν και έχουν εμπιστοσύνη στο προσωπικό τους στιλ, ενώ αναλογίζονται τη μακροζωία κάθε κομματιού, ώστε μέρος της γκαρνταρόμπας τους να μπορεί να αναστηθεί και να φορεθεί ξανά με ανανεωμένη ενέργεια τα επόμενα πολλά χρόνια», καταλήγει η Celenie Seidel.

Vintage Shopping: Γιατί εξαπλώνεται τόσο;-2
©Κομμάτια Vintage που επαναπωλεί το The Row.

Παρισινός αέρας

Στον κήπο του Palais Royal, στο Παρίσι, ένας old master του vintage διατηρεί ένα ιδιαίτερο σύμπαν υψηλής ραπτικής και prêt-à-porter πολυτελείας. Ο Didier Ludot άνοιξε την ομώνυμη μπουτίκ πριν από 47 χρόνια. «Ο όρος vintage έχει παραχρησιμοποιηθεί», μας λέει. «Ξεκίνησε με τη συλλογή Libération του Yves Saint Laurent, μια ενδυματολογική αναπροσαρμογή της μόδας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και στην αρχή χαρακτηριζόταν ρετρό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και στη δεκαετία του ’80 και είχε σχέση με τον αντίστοιχο της οινολογίας», εξηγεί.

Μεγαλώνοντας στη γαλλική εξοχή, του άρεσε να παρατηρεί πώς η μητέρα και η γιαγιά του συντηρούσαν τα ρούχα τους. Όταν άνοιξε το κατάστημά του, το 1974, η ιδέα του ήταν αρκετά επαναστατική και ο ίδιος δεν είχε συναίσθηση του επιχειρηματικού ρίσκου που έπαιρνε. Την εποχή εκείνη, για το μεγάλο κοινό το να φοράει κανείς ρούχα άλλων ήταν ταμπού, κι έτσι για χρόνια η πελατεία του αποτελούνταν από καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους της γαλλικής πρωτεύουσας. Σήμερα διατηρεί μια διεθνή πελατεία που περιλαμβάνει από μουσεία και οίκους υψηλής ραπτικής που επαναγοράζουν κομμάτια για τα αρχεία τους μέχρι στιλίστες οι οποίοι συνεργάζονται με διασημότητες. Το 2015 ένωσε τις δυνάμεις του με τον οίκο Sothebys, οργανώνοντας μια μεγάλη δημοπρασία στο Παρίσι, με κομμάτια όπως ένα φόρεμα Chanel της Romy Schneider από το 1963. Σήμερα, μας ενημερώνει, είναι δύσκολο να βρει κανείς σωστά συντηρημένα είδη από τη δεκαετία του ’50. Παλαιότερα, τα best sellers της μπουτίκ του είχαν τις υπογραφές των οίκων Christian Dior, Balenciaga, Madame Grès, Yves Saint Laurent -από τη δεκαετία του ’60- και Chanel επί εποχής της ίδιας της Mademoiselle. Πλέον, το ενδιαφέρον εστιάζεται, μεταξύ άλλων, σε κομμάτια Chanel διά χειρός Karl Lagerfeld, αλλά και ρούχα από τις συλλογές του ίδιου του Alexander McQueen. Ο Ludot διαθέτει επίσης μια τεράστια συλλογή Christian Lacroix, ενώ αναζητεί δημιουργίες σχεδιαστών όπως ο Yohji Yamamoto. «Το vintage είναι ένα κίνημα ελιτίστικο. Αγοράζω δημιουργίες υψηλής ραπτικής και εκείνοι που τις αποκτούν τις αντιμετωπίζουν ως θησαυρούς», συμπληρώνει. «Προσωπικά, προτιμώ μια Kelly της δεκαετίας του ’50, παρά μια Birkin του ’70. Ίσως είμαι λίγο νοσταλγικός, αλλά μου αρέσει περισσότερο εκείνος ο κόσμος».

Διαβάστε επίσης | Ραντεβού στο Clubhouse