Η λέξη «jean» ακούστηκε για πρώτη φορά το 1800, χαρακτηρίζοντας ένα βαμβακερό ύφασμα διαγώνιας ραφής για τη δημιουργία παντελονιών. Σύντομα άρχισε να ταυτίζεται με το ρούχο για το οποίο χρησιμοποιούνταν. Τα blue jeans -γνωστά και ως denim– ήταν αρχικά φτιαγμένα από αυτό το βαμβακερό ύφασμα και παράγονταν στην πόλη Nimes, στη Γαλλία. Ακόμα και σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο αν η λέξη «denim» προέρχεται από την αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα, όμως από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, χαρακτηρίζοντας μια μεγάλη γκάμα από βαμβακερά denim καθημερινά παντελόνια.

Την πατέντα των πιο αναγνωρίσιμων, κλασικών jeans, με το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα και τις τσέπες που φορούσαν οι εργάτες στην Αμερική απέκτησαν το 1873 ένας ράφτης ονόματι Jacob Davis και ο ιδιοκτήτης μιας αποθήκης υφασμάτων στο Σαν Φρανσίσκο, ο Levi Strauss. Τα μπρούτζινα στοιχεία που κρατούσαν τις τσέπες στη θέση τους τράβηξαν τη προσοχή των εργατών και των ανθρακωρύχων, που συχνά παραπονιόντουσαν για τις τρύπιες τσέπες των παντελονιών τους. Στην αρχή, ο Davis και ο Strauss έφτιαχνα jeans από δυο διαφορετικά υφάσματα, ένα καφέ χοντρό βαμβακερό και το μπλε denim, το οποίο αποδείχθηκε πιο δημοφιλές, ιδίως μετά τη δημιουργία του εμβληματικού 501, το 1890. Μέσα στην επόμενη δεκαετία τα jeans εξελίχθηκαν αρκετά, καθώς ο Strauss προσέθεσε μια επιπλέον πορτοκαλί ραφή στην τσέπη, κάτι που έγινε σήμα κατατεθέν των Levi’s.

Το 1922 προστέθηκαν οι θηλιές για τη ζώνη και το 1954 το φερμουάρ αντικατέστησε τα κουμπιά σε κάποια από τα μοντέλα. Όταν όμως το 1890 η πατέντα των Davis και Strauss έληξε, άλλοι βιοτέχνες εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία. Η OshKosh B’Gosh μπήκε στην αγορά το 1895, η Blue Bell (αργότερα γνωστή ως Wrangler) το 1904, και η Lee Mercantile το 1911. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου η Lee Union-Alls jeans προμήθευε σχεδόν αποκλειστικά όλους τους εργάτες.