Η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 επέβαλε βίαια αλλαγές στις διεθνείς πολιτικές δομές, στην οικονομία, στην ιδιωτικότητα, στην ατομική και κοινωνική ελευθερία, κυρίως όμως στην κοσμοθεωρία μας. Αυτή η αναπάντεχη κρίση χτύπησε ανελέητα προς όλες τις κατευθύνσεις, περιλαμβανομένης φυσικά της παγκόσμιας βιομηχανίας της μόδας, που καλείται να αλλάξει άμεσα και ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της. Και αυτό συνέβη τη στιγμή που ήδη είχε ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό των αξιών της, ενώ παράλληλα βίωνε την κορύφωση μιας ξαφνικής αναγέννησης που ξεκίνησε μια επταετία νωρίτερα από τα ατελιέ νέων δημιουργών (βλ. Vetements, Jacquemus, Off-White, Koché).
Όλοι αυτοί, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσουν το τοπίο της σύγχρονης μόδας, έφεραν στην επικαιρότητα έννοιες ασυμβίβαστες μεταξύ τους, όπως η απλότητα και ο μαξιμαλισμός. Κάτι ανάλογο με αυτό που είχε συμβεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά την «εισβολή» των Ιαπώνων σχεδιαστών στο Παρίσι, οι οποίοι έφεραν στην Ευρώπη μια νέα αντίληψη του ενδύεσθαι, μεταβάλλοντας ριζικά την όποια άποψη κυριαρχούσε για το σώμα. Εμφύσησαν τότε νέο αέρα σε μια πόλη υπόδουλη της bourgeoisie, ανοίγοντας τον δρόμο προς την εξέλιξη. Ατού τους, η ισχυρή αίσθηση πειθαρχίας που διακατέχει τους ανθρώπους της Άπω Ανατολής, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη αντίληψή τους περί κομψότητας, κάτι πρωτόγνωρο στη γηραιά ήπειρο και, σίγουρα, ανεπιθύμητο στην αρχή.
Οι Βέλγοι, που ακολούθησαν μερικά χρόνια αργότερα, αδυνατούσαν και αυτοί να συμβιβαστούν με ό,τι εκπροσωπούσε η γαλλική μόδα της εποχής. Από νωρίς φάνηκε να παρεκκλίνουν από τα κατεστημένα πρότυπα, προωθώντας το δικό τους εναλλακτικό όραμα, που εξακολουθεί να κυριαρχεί, με περισσότερους από έναν διαπρέποντες σχεδιαστές ανά δεκαετία. Ένας από αυτούς είναι και ο Glenn Martens, με τον οποίο είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία αναπόφευκτα εγκαινιάζει μια καινούργια συζήτηση για το μέλλον της μόδας.
Τον Glenn τον γνώρισα το Φθινόπωρο του 2011, όταν η Τεξανή διευθύντρια του γραφείου δημοσίων σχέσεων Ritual Projects, Robin Meason, με ενημέρωνε ότι ένας νέος και ταλαντούχος Βέλγος θα παρουσίαζε την πρώτη του συλλογή στο Παρίσι, προτρέποντάς με να την παρακολουθήσω. Η επίδειξη, θυμάμαι, έγινε κάπου στο τρίτο διαμέρισμα, σε ένα κατάστημα τουρκμένικων χαλιών από την Bukhara του Ουζμπεκιστάν, με μοντέλα σε στατικές πόζες και τους καλεσμένους να περιφέρονται στον χώρο υπό τους ήχους μυστικιστικής μουσικής. Αν και τα ρούχα πρόδιδαν την αφέλεια ενός πρωτάρη, είχαν ωστόσο μια νεανική αίσθηση γεμάτη υποσχέσεις και ήμουν σίγουρος πως θα υπήρχε συνέχεια.
Most Read Articles
Εννέα χρόνια αργότερα τον επισκέφτηκα στο ατελιέ του, όχι πλέον ως ανεξάρτητο σχεδιαστή, αλλά επικεφαλής του brand Y/Project. Η συζήτησή μας ξεκίνησε με τον ίδιο να μου εξιστορεί το μοναχικό του ταξίδι ως ανεξάρτητος σχεδιαστής, που διήρκεσε μόνο για άλλες τρεις σεζόν μετά την πρώτη του εμφάνιση, κατά τις οποίες προσπαθούσε να βρει τη φωνή του, μέχρι που ένα μοιραίο γεγονός έγινε η αιτία να αλλάξει πορεία. O ξαφνικός θάνατος του Yohan Serfaty, ιδρυτή του ανδρικού brand Y/Project, άφησε ακυβέρνητο τον οίκο.
Μέσα σε έντονο κλίμα θλίψης ζητήθηκε τότε από τον Martens να αναλάβει τη θέση του δημιουργικού διευθυντή, κάτι που, όπως λέει, έπραξε με καθαρή συνείδηση. «Παρατηρώντας την πορεία μου θα διαπιστώσετε πως δεν εργάστηκα πολύ για κάποιον άλλο, πάντοτε είχα έντονη την ανάγκη να είμαι ελεύθερος. Αν και ξεκίνησα δίπλα στον Jean Paul Gaultier, έμεινα μαζί του μόνο για ένα χρόνο, ενώ στη συνέχεια εργάστηκα ως freelancer για να μπορώ να εκφράζομαι με άνεση. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι πολύ ανεξάρτητος άνθρωπος», μου λέει με αφοπλιστικό χαμόγελο. «Για τη δική μου συλλογή έλεγα πως πρόκειται για one-man show, αφού είχα μόνο τρεις μαθητευόμενους, που έκαναν τα πάντα. Δεν υπήρχαν επενδυτές ούτε είχα τη στήριξη της οικογένειάς μου ή μιας ολοκληρωμένης ομάδας που θα με ωθούσε σε κάτι παραπάνω. Ωστόσο, αν ήμουν ανεξάρτητος, όλο αυτό ήταν εξαιρετικά κουραστικό και συνάμα μάταιο».
Επομένως, η πρόταση του Y/Project ήρθε την κατάλληλη στιγμή, μαζί με την υπόσχεση μιας μικρής ομάδας και ενός διευθύνοντα συμβούλου στο πλευρό του. «Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος θα φρόντιζε για τις πληρωμές και για όλα τα πρακτικά, έβγαλε ένα μεγάλο βάρος από τους ώμους μου, επιτρέποντάς μου να επικεντρωθώ στο σχεδιασμό ρούχων», θυμάται. «Στο δικό μου brand έκανα τα πάντα: σχεδιασμό, παραγωγή, επικοινωνία, δημόσιες σχέσεις… Έτσι, το Y/Project ήταν ένα καλό “επόμενο βήμα” για μένα, αν και ομολογώ πως είχε αυξημένο βαθμό δυσκολίας. Μην ξεχνάτε πως ανέλαβα μια εταιρεία που πενθούσε». Η αλήθεια είναι ότι ο εκλιπών Serfaty ήταν ταυτισμένος με τον οίκο. Όλα βασίζονταν στη προσωπικότητά του – τα ρούχα, για παράδειγμα, μέχρι να τελειοποιηθούν για την επίδειξη και τους αγοραστές ράβονταν με βάση τον σωματότυπό του.
Για τα πρώτα δύο-τρία χρόνια ο Glenn Martens επέλεξε να ακολουθήσει μια αργή μετάβαση από σεβασμό στον Yohan, στην ομάδα του και στους πελάτες, που πενθούσαν επίσης. Αυτή η βραδύτητα, εν τέλει, ανανέωσε την ταυτότητα του brand, δημιουργώντας νέα θεμέλια πάνω στις ήδη υπάρχουσες βάσεις. Ήταν η σωστή τακτική. «Ο Gilles Elalouf, ο οποίος παραμένει στη θέση του διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας μέχρι σήμερα, είχε ξεκινήσει το Y/Project μαζί με τον Yohan και με στήριξε πολύ. Όπως το δικό μου brand, το Y/Project δεν είχε ποτέ επενδυτές. Ήταν ένα ανεξάρτητο σήμα και έπρεπε να προετοιμάσουμε τους πελάτες μας και να εκπαιδεύσουμε την αγορά με τρόπο ώστε η μετάβαση στη νέα εποχή να γίνει εύκολα. Χρειάστηκαν έξι σεζόν πριν παρουσιάσουμε γυναικεία ενδύματα στην πασαρέλα, ενώ η συλλογή για τον Χειμώνα του 2016 όρισε την εικόνα που έχουμε σήμερα για το Y/Project, τοποθετώντας άμεσα το brand στη λίστα των trendsetters».
Μόλις έναν χρόνο αργότερα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ANDAM. Το χρηματικό έπαθλο ήταν μεγάλο και επέτρεψε στον Glenn να κοιτάζει προς το μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά, δίνοντάς του επιπλέον τη δυνατότητα να οργανώσει ένα μακροπρόθεσμο πλάνο. Τον ρωτώ τί του ζητήθηκε όταν ανέλαβε τον οίκο. «Μα, να επιβιώσει, τί άλλο;» μου λέει. Εκείνη την εποχή οι συλλογές του διατίθεντο σε μόνο 12 μπουτίκ. «Υπήρχαν πέντε εργαζόμενοι, όλοι μαθητές που έκαναν τη πρακτική τους. Κοιτάζοντας πίσω πιστεύω ότι η επιτυχία ήρθε αναπάντεχα και γρήγορα. Σήμερα έχουμε 25 εργαζόμενους, 150 σημεία πώλησης και νιώθω περήφανος, καθώς αυτό που κάνουμε είναι κάπως δύσκολο για την ευρεία αγορά. Είμαστε μια ξεχωριστή εταιρεία, χωρίς απαραίτητα να ανήκουμε σε κάποια κατηγορία με κλισέ υπερανάπτυξης και υπέρ-ταχύτητας. Πλέον, είναι πολλοί αυτοί που μας αγαπούν και είμαστε πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό», τονίζει.
Παρατηρώ πως θεωρητικά πρόκειται για ένα νέο εμπορικό σήμα, όμως δεν συμφωνεί. «Δεν είμαστε τόσο καινούργιοι, έχει περάσει πάνω από μια πενταετία από το επαναλανσάρισμά μας. Είμαστε απλά εκλεκτικοί στον τρόπο δουλειάς μας. Για πολύ καιρό η αγορά δεν ήξερε που να μας κατατάξει και μάλλον στην πορεία απογοητεύσαμε κάποιους, γιατί στην ουσία δεν ήμασταν τόσο streetwear-focused όπως αφήσαμε να εννοηθεί στην αρχή. Αντίθετα, μας ενδιαφέρει πρωτίστως η σωστή κατασκευή και εφαρμογή. Είναι αλήθεια πως αυτή η έλλειψη σαφήνειας ήταν κάτι που λειτούργησε υπέρ μας. Συνεχίζουμε να δημιουργούμε κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου, χωρίς εντυπωσιακές καμπάνιες και χωρίς ενδιαφέρον για το hype. Πολλές διαφημίσεις, για παράδειγμα, είναι σαν μην θέλουν ο πελάτης να σκέφτεται πολύ. Τοποθετούν το προϊόν σε ένα πλαίσιο που είναι εύκολο να αφομοιωθεί και αυτό στερεί την ελευθερία της σκέψης, τη δημιουργικότητα τελικά».
Για τον ίδιο σημασία έχει ο διάλογος με τον καταναλωτή και κάθε συλλογή που υπογράφει βασίζεται στην ανταπόκριση από την αγορά, στην αμφισβήτηση και στην έρευνα. Πριν από 3-4 χρόνια είδαμε οίκους όπως ο Balenciaga και ο Gucci να εγκαταλείπουν τη παλιά τους εικόνα και να μεταμορφώνονται σε κάτι λιγότερο βαρύ, ενώ παράγοντες όπως ο διαχωρισμός των φύλων έπαψαν να αποτελούν βασική παράμετρο στις ενδυματολογικές επιλογές. Έγινε πια αποδεκτό το φύλο να βιώνεται μέσα από το ρούχο και όχι το αντίστροφο. Το γεγονός ότι ο καθένας μας ντύνεται όπως αισθάνεται, μπορεί να θεωρηθεί μια νίκη που επιτεύχθηκε μέσα από τη μόδα.
Κάτι άλλο που αρχίζει σιγά-σιγά να φθίνει είναι τα στεγανά μεταξύ prêt-à-porter και haute couture, κάτι που διαφαίνεται και μέσα από την καλοκαιρινή συλλογή του Y/Project. Αυτή σε πολλά σημεία αγγίζει την υπερβολή, με προτάσεις που ξεπερνούν την έννοια των ρούχων καθημερινής χρήσης. Κι ενώ ο Martens επιμένει πως το σημείο εκκίνησης είναι πάντοτε ο καλός σχεδιασμός, το ζυγισμένο πατρόν και η τέλεια κατασκευή, φέρνω στο νου μου τις σιλουέτες στη πασαρέλα του και την ένταση που υπήρχε. «Κάθε ένα από τα ρούχα μας παρεκκλίνει από τους κανόνες της ραπτικής, με εμφανή τη ιδέα που βρίσκεται από πίσω και τον τρόπο που αυτή εξελίχθηκε. Δεν πρόκειται ποτέ να πάρει κάποιος ένα κλασικό πουκάμισο με ένα διαφορετικό μανίκι, γιατί πρέπει να υπάρχει ένας ορθολογισμός πίσω από το αποτέλεσμα. Από την άλλη, είμαστε ένα glamorous brand, που θέλει να συνδυάζει πολλές τεχνικές και αυτό ίσως έχει να κάνει λίγο με τον τρόπο που μεγάλωσα», εξηγεί.
Γεννημένος στην Bruges, με έντονη τη φλαμανδική αρχιτεκτονική, ανατρέχει συχνά στις παραστάσεις που έχει και αντλεί έμπνευση από αυτές. «Όταν μεγαλώνεις σε μια πόλη όπως αυτή, από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο σαν την Disneyland. Δεν υπήρχε σύγχρονη τέχνη ούτε underground μουσικές σκηνές», μου λέει. «Είναι γεμάτη αντιθέσεις, με γοτθικά κτίρια φωτισμένα με νέον που τα θυμάμαι να δημιουργούν σκιές στους καθεδρικούς ναούς, κάνοντας τα πάντα να δείχνουν δραματικά. Υπήρχε μια πολύ ενδιαφέρουσα τομή ανάμεσα σε δύο αντίθετους κόσμους και αυτό αντανακλάται στη δουλειά μου. Παρατηρώντας ένα μοντέλο που φοράει μια κομψή δημιουργία Y/Project, μέχρι να φτάσει στο τέρμα της πασαρέλας μπορεί εύκολα κάποιος θεατής να αλλάξει άποψη για το αν πράγματι πρόκειται για μια κομψή σιλουέτα. Δεν υπάρχει τίποτα ανατρεπτικό ή παράδοξο ούτε και κλασικό όταν τα πράγματα είναι ευδιάκριτα. Το ίδιο ισχύει για την κατασκευή των ρούχων. Προσπαθώ σε αυτά που φτιάχνω να αφήνω χώρο για μια δεύτερη ανάγνωση».
Η κοινωνική διάσταση της μόδας είναι για εκείνον πολύ σημαντική, κάτι που τον κάνει να σχεδιάζει ρούχα που λειτουργούν σαν προέκταση μιας προσωπικότητας, αλλά και μέσο ενδυνάμωσής της. Την ώρα που μιλάμε, το ατελιέ δέχεται παραγγελίες για την καλοκαιρινή συλλογή, η οποία έχει έντονες αναφορές στο rococo, στην τέχνη του κορσέ, αλλά και στην ποπ σεξουαλικότητα της δεκαετίας του ’90. Τα ρούχα είναι φτιαγμένα από διαφορετικά υλικά -σατέν ντουσέζ, γκρο μουσελίνα, οικολογικό δέρμα, οργάντζα, cotton rib και καμπαρντίνα-, ενώ καμία από τις 52 σιλουέτες δεν ανήκει σε κάποια «κανονική» κατηγορία.
Τα αξεσουάρ, πάλι, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εικόνα που θέλει να δώσει ο σχεδιαστής προς τα έξω. Τόσο οι τσάντες όσο και τα παπούτσια είναι αρκετά τολμηρά, σχεδόν σαν διακοσμητικά αντικείμενα. Έχω μπροστά μου ένα διάφανο ελαστικό bodycon φόρεμα στους τόνους του δέρματος με λεπτά κάθετα βολάν ραμμένα περιμετρικά. Μόνο που είναι τοποθετημένα στην εσωτερική πλευρά, αποκαλύπτοντας μεγάλες επιφάνειες γυμνής σάρκας όταν φορεθεί. «Τα ρούχα πρέπει να επιτρέπουν ευελιξία. Πολλά έχουν σχεδιαστεί για να προσαρμόζονται στη διάθεση μιας γυναίκας και στις διαφορετικές προσωπικότητες που κρύβει μέσα της», λέει γελώντας και δηλώνει ότι οι δημιουργικές του εμμονές είναι συγκεκριμένες και πάντοτε οι ίδιες, ενώ ομολογεί πως δεν θα μπορούσε ποτέ να φτιάξει κάτι χαριτωμένο, επειδή δεν θα είχε κανένα νόημα για τον ίδιο – ούτε για το Y/Project.
Επιμένει, ωστόσο, πως όλα πρέπει να βασίζονται σε μια ιδέα. «Όπως μου αρέσει να επαναλαμβάνω, μια αδίστακτη επιχειρηματίας μπορεί να είναι ταυτόχρονα μια θελκτική ερωμένη και άλλοι τόσοι χαρακτήρες μέσα σε μία μόνο ημέρα. Προσφέροντας διαφορετικές επιλογές, προσκαλούμε τους πελάτες μας να πειραματιστούν με τον τρόπο που θα ντυθούν, αλλά και με το πώς θέλουν να γίνουν αντιληπτοί. Μπορούν να συνυπάρξουν πολλά πράγματα στο ίδιο φόρεμα και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο διασκεδαστικό μέρος της όλης διαδικασίας».
Μου αποκαλύπτει πως είναι ιδιαίτερα συναισθηματικός, κάτι που συχνά τον εξαντλεί. Εργάζεται συνεχώς, στο γραφείο, στο σπίτι, στο μετρό, ακόμα και στις διακοπές του, γιατί έτσι έχει μάθει. Πλέον οι ετήσιες συλλογές του είναι τέσσερις και θα ήταν ουτοπικό να ονειρεύεται ελεύθερες ώρες τεμπελιάζοντας. Δεδομένης της ανάπτυξης της εταιρείας, η ομάδα του είναι σχετικά μικρή και η δημιουργία κάθε ρούχου μια μακρά διαδικασία πριν εγκριθεί και οδηγηθεί στην παραγωγή. «Η μόδα είναι ταυτόσημη με την εξέλιξη μιας ιδέας με ειλικρίνεια και ακεραιότητα. Είναι σημαντικό να τη βλέπουμε με αυτό το τρόπο αν θέλουμε να επιβιώσει η βιομηχανία. Εμείς δεν είμαστε δέσμιοι του Instagram, δεν μας ενδιαφέρει τι έχει μεγάλη επιτυχία και πώς θα φτιάξουμε παραλλαγές δημιουργιών μας για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, όπως συμβαίνει με άλλα μεγάλα brands», ξεκαθαρίζει.
Η συζήτηση έρχεται στην ηθική που οφείλει να έχει η μόδα. «Δεν μου αρέσει να κρίνω άλλους οίκους, αλλά να μου επιτρέψετε να σταθώ στον κορεσμό της βιομηχανίας σε επίπεδο δημιουργών, χωρίς να ξεχνάμε πώς υπάρχουν άλλοι τόσοι που θα μείνουν για πάντα στην αφάνεια. Μάλλον υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό. Το σίγουρο είναι πως όλοι προσπαθούμε να αναλύσουμε την κατάσταση, να ανακαλύψουμε, ίσως, τον τρόπο που θα κρατήσει ισχυρή τη βιομηχανία, αφού στην πραγματικότητα όλοι μας έχουμε τον δικό μας λόγο για τον οποίο θέλουμε να παραμείνουμε μέλη της».
Πιστεύει πως υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που οι νέοι αντιλαμβάνονται τη μόδα σήμερα; «Η σχέση τους μαζί της είναι περισσότερο εικονοκλαστική παρά ουσιαστική. Τους αρέσει να κρύβονται πίσω από μια οθόνη», εκτιμά και θυμάται τον εαυτό του ως φοιτητή και την εμμονή του για τα ιστορικά ενδύματα και τον εννοιολογικό χαρακτήρα των ρούχων.
Στο τέταρτο όροφο του προπολεμικού κτιρίου της οδού Paradis, το φως του ήλιου αρχίζει σιγά σιγά να σβήνει καθώς η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της.
Μια τελευταία ερώτηση: Ποια είναι η εικόνα που θεωρεί πως έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν; Σκέφτεται λίγο πριν απαντήσει: «Νομίζω πως με βλέπουν ως κάποιον πολύ ευέλικτο και γειωμένο άνθρωπο. Αυτό ελπίζω τουλάχιστον. Είμαι θετικός και γι’ αυτό με αγαπούν η οικογένεια και οι φίλοι μου. Είμαι πάντα εκεί για την πρόκληση, δεν φοβάμαι, αν και ποτέ δεν αισθάνομαι πολύ καλός για κάτι. Θέλω να είμαι τολμηρός, μου αρέσει να βγάζω τους άλλους από μια ζώνη άνεσης και ασφάλειας και να ζούμε μαζί τις καλύτερες δυνατές στιγμές».
Στις 3 Ιουλίου ανακοινώθηκε πως ο Glenn Martens για τον οίκο Y/Project μαζι με την Γαλλίδα σχεδιάστρια Marine Serre είναι οι διπλοί νικητές του ANDAM Family Fund Award, βραβείο το οποίο προσφέρει οικονομική υποστήριξη και καθοδήγηση σε νέους σχεδιαστές μόδας. Η Serre κέρδισε το κορυφαίο έπαθλο των 200.000€, ενώ ο Martens το ποσό των 150.000€.
Παρακολουθήστε την αποκλειστική συνέντευξη στο VOGUE TV: