συνεχής-παρουσία-έρωτας-λαχτάρα-αυτή-148194

Σε ένα στούντιο ηχογράφησης της Σάντα Μόνικα ακούω το καινούργιο τραγούδι του ράπερ T.I., όταν κάθεται δίπλα μου κάποιος από το entourage του και με ρωτάει από πού κατάγομαι. Όταν του λέω, αγγίζει όλο χαρά ένα από τα διαμαντένια blings που φοράει στον λαιμό του, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «I love Greek history», αναφωνεί με τέτοιο ενθουσιασμό, ώστε του κάνει παρατήρηση ο ηχολήπτης.

Αυτό που αγαπώ περισσότερο στην Ελλάδα είναι ότι μας ακολουθεί παντού. Ταξιδεύει στον πλανήτη μέσα από γεύσεις, μυρωδιές, σελίδες βιβλίων, προπορεύεται και μας συνοδεύει σε όποια περιπέτεια κι αν εμπλακούμε. Ακόμα κι αν εμείς την ξεχνάμε προς στιγμήν, εισβάλλει σαν λαθρεπιβάτης σε αναμνήσεις, μας επισκέπτεται σαν ταχυδρομικό πακέτο που κρύβει πάντα μια ΙΟΝ αμυγδάλου και σημειώματα από τους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους. Και όταν τη θυμόμαστε και την παίρνουμε μαζί μας σαν παιδική κουβέρτα που μας αγκαλιάζει στοργικά, γίνεται ο καλύτερος συνταξιδιώτης. Ήρεμη στην αγάπη της, μας δείχνει τον δρόμο της επιστροφής, αλλά φροντίζει να μας στρέφει και προς άλλες κατευθύνσεις. Γίνεται η μεγαλύτερη έμπνευση για να διασχίσουμε θάλασσες και στεριές, μακρινές και άγνωστες, άγριες και ρομαντικές, σαν τα ποιητικά «δειλινά» και «απομεσήμερα» στο Ανθολόγιο του Δημοτικού.

Συνεχής παρουσία, έρωτας, λαχτάρα: Αυτή είναι η Ελλάδα για τους Έλληνες του κόσμου-1
©unsplash
1/2
Native Share

Αυτό που αγαπώ περισσότερο στους Έλληνες του κόσμου είναι ότι με μια ματιά μπορούμε να μοιραστούμε την αντίφαση της νοσταλγίας με τη δίψα για περιπέτεια. Συγκρουόμαστε και εκτινασσόμαστε προς αντίθετες κατευθύνσεις σαν φορτισμένα σωματίδια σε πείραμα της Φυσικής, μερικές φορές μαλώνουμε και άλλες τόσες γινόμαστε οικογένεια, αλλά ξέρουμε ότι δεν θα είμαστε ποτέ μόνοι, ό,τι κι αν συμβεί. Όπου πηγαίνουμε, η Ελλάδα μάς ακολουθεί. Τη νιώθουμε δίπλα μας, μερικές φορές με πόνο, άλλες με λατρεία και κάθε καλοκαίρι με ένα αίσθημα επίμονο, έντονο, απαιτητικό, σαν εφηβικός έρωτας. Χτυπάει η καρδιά μας με τέτοια ορμή, που ορκιζόμαστε ότι αν δεν συναντήσουμε τον έρωτά μας θα πεθάνουμε – δεν αντέχεται αυτή η αγωνία. Είμαστε εμείς, οι Έλληνες του κόσμου που νιώθουμε ένα κενό στο στομάχι και μια απερίγραπτη ευτυχία ακούγοντας τη φράση «welcome to Athens international airport». Μια ευτυχία τόσο μεγάλη, την οποία δεν τολμάμε να ομολογήσουμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Πάμε κι ερχόμαστε με τις πιο βαριές αποσκευές, γεμάτες άμμο, αντηλιακό και δερμάτινα σανδάλια, με αναμνήσεις γεμάτες γέλια και αλμυρά φιλιά κοντά στο ξημέρωμα, ακούμε τον ήχο από το τσούγκρισμα των γεμάτων ποτηριών, κι ας είμαστε μίλια μακριά.

Αυτό που αγαπώ περισσότερο στον ελληνισμό του κόσμου είναι το δώρο που μας επιφυλάσσει συχνά η ζωή, το πάρτι-έκπληξη που μας κάνει να χαμογελάσουμε αναγνωρίζοντας το δέσιμο με κάτι μεγαλύτερο από εμάς, αυτό που γίνεται ακόμα πιο έντονο όπου κι αν μας οδηγήσει η περιέργεια ή η τόλμη μας. Όπως στη μικροσκοπική, ξεχασμένη πόλη της μεξικάνικης ερήμου της οποίας ο κεντρικός δρόμος λεγόταν Ελ Γκρέκο. Ή στην οικογένεια των Αφροαμερικανών που ανέμιζαν με μανία τη γαλανόλευκη στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου στο Ντιτρόιτ. Στους αναρχικούς της πλατείας Ταξίμ, οι οποίοι με ρωτούσαν για τη σωστή προφορά των Εξαρχείων, και στον Σύριο οδηγό ταξί στη Νέα Υόρκη, που είχε δουλέψει χρόνια στην Κρήτη και μιλούσε με την έντονη προφορά της. Και, φυσικά, στον αγαπημένο μου σύντροφο, τον Αμερικανό με τη γερμανική και ιρλανδική καταγωγή, που μεγάλωσε στις μεσοδυτικές πολιτείες και έχει μελετήσει την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία τόσο καλά, ώστε να τη διδάσκει σε πανεπιστήμιο του Ivy League.

Η μαμά μου έχει στείλει σε δύο διαφορετικές ηπείρους αρκετά μελομακάρονα για να την υποπτευθεί το τελωνείο. Ξέρει την υπάλληλο του ταχυδρομείου με το μικρό της όνομα και μπορεί να υπολογίσει με το μάτι πότε ένα δέμα αγγίζει τα δύο κιλά – όριο που του αλλάζει κατηγορία. Τόσα χρόνια που εγώ και ο αδελφός μου τριγυρνάμε στο εξωτερικό ως φοιτητές και μετανάστες, οι γονείς μου γεμίζουν πακέτα, βαλίτσες και ανησυχία. Κι εμείς νοσταλγία. Για τα φαγητά, τις μυρωδιές, τις αγκαλιές και, κυρίως, τη γλώσσα. Τη μητρική μας γλώσσα, που πάντα μας αγκάλιαζε με την οικειότητά της, μας ηρεμούσε, μας θύμιζε τον πραγματικό μας εαυτό. Ο Βασίλης Αλεξάκης έγραψε πως, όταν μιλάει γαλλικά, νιώθει πιο νέος, γιατί τα έμαθε αργότερα. Εγώ νιώθω αδέξια, επειδή οι λέξεις είναι μεγάλο κομμάτι της ταυτότητάς μου: μιλάω πολύ και δυνατά, ζω γράφοντας. Όταν δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τις λέξεις μου, δεν έχω τίποτε άλλο για να κρατηθώ.

Συνεχής παρουσία, έρωτας, λαχτάρα: Αυτή είναι η Ελλάδα για τους Έλληνες του κόσμου-2
©unsplash
2/2
Native Share

«Γιατί δεν γράφεις στα αγγλικά;» είναι η πιο συχνή ερώτηση που μου κάνουν τα τελευταία χρόνια, με μια συγκαλυμμένη επίπληξη, ίσως, για την τεμπελιά μου, λες και αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν στρώνομαι να γίνω η δίγλωσση διάνοια. «Γιατί δεν έχει πλάκα», είναι η μόνη αξιοπρεπής απάντηση που μπορώ να σκεφτώ. Δεν έχει πλάκα να γράφω σε άλλη γλώσσα εκτός από τα ελληνικά, όπως δεν έχει πλάκα να μαλώνω σε άλλη γλώσσα, να ερωτεύομαι σε άλλη γλώσσα, να εκδηλώνω οποιοδήποτε συναίσθημα σε άλλη γλώσσα. Γιατί τις αγγλικές λέξεις τις ξέρω, αλλά δεν τις νιώθω με τον τρόπο που νιώθω τις ελληνικές. Με αυτές νανουρίζω τα παιδιά μου και ονειρεύομαι. Με αυτές παλεύω με προσωπικούς δαίμονες και κάνω σχέδια. Με αυτές γελάω και με αυτές ακούω τις ιστορίες των πιο παλιών μου φίλων.

Οι ελληνικές λέξεις είναι φορτισμένες από τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας και τις αναμνήσεις τεσσάρων δεκαετιών. Τίποτε δεν μπορεί να τις αντικαταστήσει. Ακόμα και τώρα, που η μισή μου οικογένεια ζει στα προάστια της Μινεάπολης και μεγαλώνω δίγλωσσα παιδιά, που η δουλειά μου πολλές φορές απαιτεί αγγλικά κείμενα και μεταφράσεις και που από συνήθεια μου ξεφεύγουν πολλές «αγγλικούρες» όταν κουβεντιάζω με τους Έλληνες φίλους μου. Ακόμα και πρόσφατα, όταν αναφώνησα «να ένα ρακούν!» μεσημεριάτικα στον Ωρωπό, προς μεγάλη ντροπή του αδελφού μου, ο οποίος για λίγο έκανε πως δεν με ήξερε, ενώ εγώ διαπίστωνα ταυτόχρονα με τους άναυδους περαστικούς ότι επρόκειτο –φυσικά– για αδέσποτη γάτα. Τώρα, όπως και για πάντα, όπου κι αν βρεθούμε τσουγκρίζοντας ποτήρια, οι αγαπημένες μου λέξεις θα είναι ελληνικές και η μεγαλύτερη λιγούρα μου η ΙΟΝ αμυγδάλου.

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου/Αυγούστου της Vogue Greece.

Διαβάστε επίσης | Made in Greece: Σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις η ελληνική μόδα ισχυροποιείται