Για τους περισσότερους, η Karen Elson είναι ένα από τα διασημότερα μοντέλα στην ιστορία της μόδας. Αν πρέπει να μιλήσουμε με τη λογική της ταμπέλας, είναι η «εμβληματική κοκκινομάλλα», η «μούσα του Steven Meisel». Αν θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα, αρκεί να ξεφυλλίσουμε το The Red Flame: Η πρώτη της βιογραφία είναι η διαδρομή από την αφάνεια στη δόξα, από το ναδίρ των δύσκολων παιδικών χρόνων στο ζενίθ της αυτοπραγμάτωσης. Γραμμένη από την ίδια σε πρώτο πρόσωπο, γυρίζει πίσω στον χρόνο και θυμάται τις προκλήσεις μιας πορείας που σήμερα θεωρείται επιτυχημένη, όχι για να δημιουργήσει το δικό της εγχειρίδιο επίτευξης της τελειότητας, αλλά για να αποδείξει ότι ο δρόμος της προόδου δεν είναι ούτε γρήγορος ούτε εύκολος.
«Πρόσφατα έκλεισα τα 40 και ένιωσα την ανάγκη να κοιτάξω πίσω, να δω από πού ξεκίνησα, τι διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης μου και πόσο αυτός άλλαξε μέσα από τις εμπειρίες της ενήλικης ζωής μου, ώστε να φτάσω πιο κοντά στον πραγματικό μου εαυτό», μου λέει από το σπίτι της στο Νάσβιλ του Τενεσί, όπου ζει τα τελευταία χρόνια με τα δύο της παιδιά. Τη διήγηση συνοδεύουν εικόνες από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίσεις της, με την υπογραφή των Craig McDean, Annie Leibovitz, Mert and Marcus κ.ά.
«Ο κόσμος με γνωρίζει περισσότερο από τις φωτογραφίσεις μόδας, όπου κανείς μπορεί να δει μια γυναίκα με πυγμή, δυναμική, άτρωτη. Δεν είμαι καθόλου έτσι. Επίσης, έχουν την εντύπωση ότι τα μοντέλα δεν έχουν άποψη, είναι μονάχα όμορφες γυναίκες κενές περιεχομένου. Όποιος με γνωρίζει καλά ξέρει ότι με απασχολούν πολλά και έχω άποψη για όσα συμβαίνουν», τονίζει. Ο τόνος της φωνής της και ο τρόπος που εκφράζεται αποπνέουν σταθερότητα και δυναμική, εικόνα αρκετά μακρινή από το ανασφαλές κορίτσι των εφηβικών της χρόνων, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα στο μόντελινγκ και έπασχε από το «Σύνδρομο του Απατεώνα» (σ.σ. άτομα που παρά την αποδεδειγμένη ικανότητά τους, παραμένουν πεπεισμένοι ότι είναι απατεώνες και δεν αξίζουν την επιτυχία).

«Όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου παιδί, στο μυαλό μου έρχεται πάντα η εικόνα του αουτσάιντερ», μου λέει. Μεγαλωμένη από φτωχή οικογένεια, σε μια υποβαθμισμένη, βιομηχανική πόλη της Βόρειας Αγγλίας, η πιο έντονη ανάμνηση από εκείνη την εποχή είναι η βροχερή θέα από το δωμάτιο ενός τοπικού νοσοκομείου, στο οποίο νοσηλευόταν με διατροφικές διαταραχές. «Είχα σταματήσει να τρώω πολλούς μήνες πριν εισαχθώ στο νοσοκομείο. Ήμουν ένα βαθιά ευαίσθητο άτομο και δεν μπορούσα να εκφράσω τα συναισθήματά μου, ούτε είχα κάποιον που θα μπορούσα να εμπιστευτώ. Ήμουν μια καχεκτική φιγούρα και στο σχολείο υπήρξα θύμα μπούλινγκ κατ’ εξακολούθηση». Η ψυχική κατάρρευση δεν άργησε να της χτυπήσει την πόρτα. «Μια μέρα ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά σαν κοπάδι άγριων αλόγων που έτρεχαν στο στήθος μου. Είχα την πρώτη μου κρίση πανικού. Ήμουν πεπεισμένη ότι πέθαινα. Από τότε άρχισα να έχω κρίσεις κάθε φορά που βίωνα καταστάσεις άγχους».