Θυμήθηκα ξανά πρόσφατα ένα μάθημα Αγγλικής Λογοτεχνίας στη σχολή, κατά τη διάρκεια του οποίου είχαμε να διαβάσουμε το νέο τότε βιβλίο του Graham Swift “Tomorrow”. Η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο και είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας γυναίκας μέσα στη νύχτα, μία αναδρομή στη ζωή της και μία πρόβα τζενεράλε για όσα πρόκειται να αποκαλύψει στα παιδιά της την επόμενη μέρα σχετικά με ένα οικογενειακό μυστικό. Θυμάμαι ακόμα πως όταν ήρθε η ώρα να το συζητήσουμε με την καθηγήτριά μας, μία συμφοιτήτριά μου σχολίασε πως ο Graham Swift απέτυχε να αποδώσει πειστικά τον γυναικείο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα και το επιχείρημά της ήταν το εξής: Σε κάποιο σημείο της ιστορίας, η πρωταγωνίστρια και ο σύζυγός της έχουν μόλις αποχωρήσει από μία κηδεία και εκείνη νιώθει μία έντονη επιθυμία για σεξ επιτόπου, την οποία και ικανοποιεί. Σύμφωνα με τη συμφοιτήτριά μου, λοιπόν, εκεί ακριβώς ήταν που απέτυχε ο Graham Swift. Ο συγγραφέας σκέφτηκε αυτή την αντίδραση ως άντρας, ενώ μία γυναίκα θα ήταν περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένη και δε θα είχε το μυαλό της στο σεξ σε μία τέτοια περίσταση. Προφανώς ήταν και είναι ξεκάθαρο το πατριαρχικό κατάλοιπο για τη γυναικεία αντίδραση πίσω από το σκεπτικό της συμφοιτήτριάς μου, αλλά, επιστρέφοντας στο παρόν, συνέχισα να αναρωτιέμαι για ποιο λόγο μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου αυτή η σκηνή τη δεύτερη εβδομάδα της καραντίνας.
Εννοείται πως δεν ανακάλυψα εγώ τον τροχό με την εξήγηση που βρήκα. Ήταν ο Επίκουρος που έλεγε “όταν είμαστε εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακριά” και φυσικά τα είχε πει και ο Freud για τα δύο βασικά ένστικτα του ανθρώπου, τον έρωτα και τον θάνατο. Έχουμε ακούσει όλοι ότι ο έρωτας είναι ζωογόνος και ότι είναι ένας τρόπος να νιώσουμε ότι νικάμε προσωρινά τον θάνατο.
Φυσικά και αναγνώριζα πόσο τυχερή είμαι που μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση της πανδημίας, εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι ήμασταν προς το παρόν υγιείς. Αλλά, διαβάζοντας πρόσφατα άρθρα όπως εκείνο του συγγραφέα David Kessler (έχει γράψει μαζί με την ψυχίατρο Elisabeth Kübler-Ross το βιβλίο “On Grief and Grieving”) για το “συλλογικό πένθος” που βιώνουμε όλοι με κάποιο τρόπο αυτή την περίοδο της πανδημίας, ένιωθα όλο και πιο έντονη την ανάγκη για εκείνο το ερωτικό αντίδοτο, ακόμα κι αν ήταν με κάποια μορφή που θα απασχολήσει το μυαλό μου σε ένα πρώτο επιφανειακό επίπεδο. Βαδίζοντας στην τρίτη εβδομάδα της καραντίνας, ένιωθα ότι έχω μεταμορφωθεί σε εκείνο το σαλιγκάρι λιμνών που – όπως διάβασα στη wikipedia – όλες οι αποφάσεις του ορίζονται από δύο μόνο νευρώνες: εκείνον που αποφασίζει αν νιώθει πείνα και εκείνον που ψάχνει αν υπάρχει φαγητό σε κοντινή απόσταση.

Εγώ και οι single φίλοι και φίλες μου νιώθαμε μεν ασφαλείς μέσα στο στα σπίτια μας, αλλά δεν ξέραμε πότε και αν θα ξανανιώσουμε εκείνο το σκίρτημα του φλερτ, την ερωτική διέγερση και την επιθυμία που σου ξυπνάει μία ωραία νέα γνωριμία. Και, όπως είπε και ο δημοσιογράφος John Paul Brammer στο newsletter του, αυτή η περίοδος έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να μεγεθυνθούν στο μυαλό μας οι πιο άγριες φαντασίες μας: χρόνος, χώρος, στρες και απομόνωση. Αν νιώθαμε και πριν την ανάγκη να γνωρίσουμε κάποιον που θα μας συναρπάσει έστω και για λίγο, αυτό στις συνθήκες της καραντίνας είχε γίνει ακόμα πολλαπλάσια έντονο. Και μέσα σε όλα αυτά, έρχεται μία Τρίτη βράδυ να προστεθεί και ένα απρόοπτο μήνυμα από γραφείο συνοικεσίων στο κινητό μιας φίλης: “Γραφείο γνωριμιών μείνετε σπίτι και βρείτε τον άνθρωπο σκοπός σχέση συμβίωση ή γάμος Αθήνα Θεσσαλονίκη Πάτρα Τρίπολη” έλεγε το μήνυμα, με κεφαλαία γράμματα και με απουσία σημείων στίξης, και γελάσαμε πάρα πολύ, αλλά την επόμενη στιγμή θυμήθηκα την ατάκα “it’s funny cause it’s true”. Όσο και αν ήξερα κατά βάθος ότι είναι ένα μήνυμα που “στέλνουν” τα μικροαστικά κατάλοιπα.