Βρίσκομαι στο Ηρώδειο, για πρώτη φορά σε πολυκοσμία. Φοράω μάσκα. Το να κυκλοφορείς ξανά ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους είναι ελαφρώς τρομακτικό και συγχρόνως οικείο και παρήγορο. Φοράω μάσκα. Αναρωτιέμαι ποιοι από τους γύρω μου έχουν εμβολιαστεί. Φοράω μάσκα. Κάνει αδιανόητη ζέστη και όλοι και όλα κολλάνε. Φοράω μάσκα. Το καλοκαίρι στο κέντρο της Αθήνας είναι όσο γοητευτικό και υγρό ήταν πάντα. Φοράω μάσκα. Τα air conditions μοιάζει να στάζουν πιο πολύ από ποτέ. Φοράω μάσκα. Δεν θέλω να πασαλειφτώ με αντισηπτικά. Φοράω μάσκα. Επισκέπτομαι καινούργια και παλιά μπαρ. Φοράω μάσκα. «Όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν». Ναι, αλλά ακόμα φοράω μάσκα.
Στο λεωφορείο όλοι ανεξαιρέτως φορούν μάσκα. Από το πορτοφόλι μου ξεπηδάει μια σχεδόν ανέγγιχτη Ath.ena card. Την κοιτάζω σαν ενθύμιο μιας περασμένης ζωής, τότε που όλοι στριμωχνόμασταν στο τρένο χωρίς –σχεδόν– δεύτερη σκέψη. Δεν έχω μπει σε ΜΜΜ τον τελευταίο χρόνο, μπορεί και περισσότερο. Εξακολουθώ βέβαια να σιχαίνομαι την κίνηση, και το να παραμένω ακινητοποιημένη μέσα στο αυτοκίνητο πιστεύω ότι είναι εντελώς χαμένος χρόνος. Τουλάχιστον με το τρένο ή το μετρό προχωράς. Είτε καθιστός, είτε όρθιος, είτε διαβάζοντας ένα βιβλίο, είτε χαζεύοντας τους γύρω σου, κινείσαι προς τον προορισμό σου. Η διαδρομή έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Ξέρεις ότι –εκτός απροόπτου– θα φτάσεις. Από την άλλη, το μποτιλιάρισμα δεν γνωρίζει κανείς πότε θα τελειώσει. Ούτε μπορεί κάποιος να ξεφύγει εύκολα από αυτό. Αν σου τύχει, πρέπει να το υποστείς. Σαν την πανδημία ένα πράγμα.
Κατά την επιστροφή από το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος κινούμαστε με βασανιστικά αργούς ρυθμούς στο ύψος της Κακιάς Σκάλας. Όσο βλέπει το μάτι, ο δρόμος είναι κόκκινος από τα φώτα των αυτοκινήτων. Στα διπλανά οχήματα πατούσες αναπαύονται σε καθίσματα και σε παρμπρίζ, σκύλοι βαριανασαίνουν έξω από τα παράθυρα και κάποιος ακούει μουσική δυνατά. Μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο μαρτύριο, καθένας στο δικό του κουβούκλιο, περιμένοντας. Γύρω μας τα τζιτζίκια λυσσομανούν – μοιάζει να τραγουδούν ακόμα πιο δυνατά φέτος το καλοκαίρι. Κι εμείς, συντονισμένοι στον ρυθμό τους, τρέχουμε να προλάβουμε τριήμερα, παραλίες, βουνά, συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους, συναντήσεις με φίλους. Ναι, υπάρχει ακόμα το «να προλάβουμε» στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Γιατί, βλέπετε, η πραγματικότητα καθόλου δεν θυμίζει αυτές τις μέρες τις διαδρομές του τρένου ή του μετρό. Κανείς δεν γνωρίζει προς τα πού ακριβώς κατευθυνόμαστε.