γιατί-μου-αρέσει-να-πηγαίνω-μόνη-μου-σι-201598

Στο Πορφυρό ρόδο του Καΐρου του Woody Allen, η Mia Farrow παθαίνει εμμονή με την ομώνυμη ταινία, μέχρι που κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής Jeff Daniels σκαρφαλώνει, βγαίνει έξω από την οθόνη και φλερτάρει με την γκρούπι του. Ίσως σε κάτι αντίστοιχο ελπίζω κι εγώ όταν σβήνουν τα φώτα και βρίσκομαι μόνη σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Μου αρέσει να μην έχω παρέα στον κινηματογράφο, γιατί για μένα η διαδικασία ταύτισης, που προϋποθέτει μια καλή ταινία, είναι μοναχική.

Όταν έχω δίπλα μου κάποιον που μασουλάει ποπ κορν, κοιτάζει το κινητό του, ξεφυσάει από ανία, ροχαλίζει, σκύβει και με ρωτάει πού έχει παίξει ο τάδε κομπάρσος ή θέλει να συζητήσουμε αμέσως μετά την ταινία, δεν μπορώ να βουτήξω στην υπόθεση ούτε να περιμένω πως από στιγμή σε στιγμή θα εκτοξευτεί πάνω μου ο Jeff Daniels.

Αυτή η τρισδιάστατη αντίληψη του σινεμά είναι σόλο εμπειρία. Μου έρχεται στο μυαλό ένα βράδυ που κατέβηκα τα σκαλιά στο Άστυ, στην Κοραή, γιατί είχε κάποιο φεστιβάλ πολύ avant-garde, πειραματικών ταινιών. Δεν είχε θέσεις, ήμουν όρθια και δεν ήξερα τι έβλεπα. Έμεινα αποσβολωμένη από έναν καταιγισμό εικόνων, μουσικής, ένα καλειδοσκόπιο αλλόκοτων μορφών με μουσική υπόκρουση όπερα και την Ursula Andress με μαλλιά κεφτεδάκια. Ήταν ο κύκλος Cremaster του Matthew Barney.

Θα μου ήταν αφόρητο αν είχα κάποιον δίπλα μου και έπρεπε να το συζητήσω. Τι να συζητήσεις για την υψηλή τέχνη; Είναι αυτό που είναι. Είτε κάτι σε αφορά και σου δημιουργεί έντονα συναισθήματα, σου γυρνάει το στομάχι, σου τεντώνει τα νεύρα και σε καρφώνει στη θέση σου, είτε σου προκαλεί πλήξη, σε κάνει να παίξεις με το κινητό σου, διαστέλλει τον χρόνο και, τελικά, σε ωθεί να σηκωθείς να φύγεις. Δεν υπάρχει όμως κάτι να αναλύσεις.

Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να εξηγήσω γιατί μου αρέσει η απόκοσμη βία στις ταινίες. Δεν εννοώ μόνο το κόψιμο της γλώσσας στην τελευταία σκηνή του Old Boy ή την πρώτη αναίτια επίθεση εναντίον του αστέγου στο Κουρδιστό πορτοκάλι. Στην ταινία Η λευκή κορδέλα ένας άνδρας διακόπτει τη γυναίκα που του κάνει στοματικό σεξ. «Δεν μπορώ πια να έρχομαι σ’ εσένα. Είσαι πανάσχημη, ατημέλητη, το δέρμα σου είναι χαλαρό και το στόμα σου μυρίζει», της λέει.

Η συγκλονιστική ηθοποιός Susanne Lothar δέχεται την κακοποίηση χωρίς να αντιδράσει, με μια μικρή μόνο σύσπαση στο πρόσωπό της και κατεβασμένα μάτια: «Ξέρω ότι δεν είμαι ωραίο θέαμα». Δάκρυσα από την αφόρητη αυτή φραστική βία.

Γιατί μου αρέσει να πηγαίνω μόνη μου σινεμά;-1
©Unsplash

Κάποτε παρακολουθούσα μόνη τα αφιερώματα στον Kim Ki-duk στο Τριανόν, κάτω από μια έκθεση vintage αυτοκινήτων. Μόνο που εκεί ενίοτε ήμουν και μόνη μου στην αίθουσα – κατάμονη. Θυμάμαι, για παράδειγμα, όταν ο βαρκάρης φεύγει από την αγαπημένη του, που μένει σε ένα σπίτι φουνταρισμένο σε κορεατική λιμνοθάλασσα, κι εκείνη, επειδή δεν θέλει να τον αποχωριστεί, χώνει τα αγκίστρια από τη βάρκα του βαθιά μέσα της κι αυτός τη σέρνει, εν αγνοία του, από πίσω του.

Συμφωνώ ότι είναι κάπως ακραίο το τέλος, αλλά ψοφάω για στιλιζαρισμένο μελόδραμα. Κι επειδή κλαίω συχνά, προτιμώ να το κάνω ηχηρά και απελευθερωτικά, να κλαίω με λυγμούς και οιμωγές, όχι ευπρεπώς, με πνιγμένο κλάμα ενώπιον ξένων. Κατέβαινα τότε με κόκκινα μάτια από το δαιδαλώδες κτίριο στην Κοδριγκτώνος και ένιωθα λίγη μοναξιά, αλλά πολλή ελευθερία. Σαν να ανέπνεα πιο εύκολα.

Υπάρχουν σινεμά που τα έχω συνδέσει με σκηνοθέτες, μυρωδιές και χρώματα. Τα ασπρόμαυρα άπαντα του Orson Welles στον Δαναό και στο Αλφαβίλ, που άνοιγε από πάνω σαν κονσέρβα, Claude Chabrol και François Truffaut στη Ριβιέρα με σάουντρακ κουνούπια, Alfred Hitchcock και Wim Wenders στην Αθηναία, όταν μύριζε ακόμη τυρόπιτα και οι γείτονες διαμαρτύρονταν για την ένταση του ήχου.

Κάποτε γκρίνιαζα που τα θερινά έπαιζαν εμμονικά παλιές ταινίες. Τώρα βαριέμαι τις μέτριες καινούργιες και αναπολώ τα φλύαρα αφιερώματα στον Godard και τον Rohmer.

Οι φίλοι μου έχουν εντελώς διαφορετικό κινηματογραφικό γούστο. Βαριούνται τις αλλόγλωσσες ταινίες, όσες «μιλούν» οτιδήποτε άλλο εκτός από αγγλικά. Ελάχιστοι έχουν εμμονή με το κορεάτικο σινεμά, τον πρώιμο Krzysztof Kieślowski, τις πειραματικές του Michael Haneke και του Ulrich Seidl. Ο «σινεματικός ρατσισμός» τους είναι και ανάποδος. Λατρεύουν τις χολιγουντιανές ταινίες δράσης, τις μεταφορές κόμικς της Marvel και τα έπη επιστημονικής φαντασίας.

Εγώ δεν είναι ότι βαριέμαι απλώς τον James Bond. Είναι ότι με παίρνει ο ύπνος στο τρέιλερ του James Bond. Δεν είναι ότι δεν μπορώ να απολαύσω τον Πόλεμο των Άστρων. Είναι ότι παθαίνω άρνηση και υστερική ηλιθιότητα και μου είναι αδύνατον να καταλάβω την πλοκή του Πολέμου των Άστρων. Δεν είναι ότι το παίζω καλύτερη από το χιούμορ των αδερφών Farrelly. Περνάει ολόκληρη ταινία και δεν έχει σκάσει το χειλάκι μου, ενώ δίπλα μου όλοι παθαίνουν ακράτεια γέλιων.

Έχω καιρό να πάω σινεμά μόνη μου, ίσως επειδή έχω καιρό να πάω σινεμά. Βλέπω όμως μόνη μου ταινίες στο λάπτοπ. Κλείνω τα φώτα, κρατάω στα χέρια τη συσκευή μέσα στο σκοτάδι και βυθίζομαι στην οθόνη. Η τελευταία ταινία που είδα έτσι, μόνη μου, ήταν ο Ψυχρός πόλεμος του Pawlikowski. Οι πρωταγωνιστές ήταν όμορφοι και μιλούσαν πολωνικά, η ταινία ασπρόμαυρη, ο υπαρκτός σοσιαλισμός ηττήθηκε, όχι όμως ο έρωτας. Κοιμήθηκα ευτυχισμένη.

Διαβάστε επίσης |The X-File: Είναι οι μιλένιαλς χειρότεροι από τους μπούμερς;