Ήταν μια άσκηση σε κάποιο από τα εργαστήρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου που με έκανε να σκεφτώ το χάος και να το περιγράψω μέσα από μια πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης. Έγραψα για τον άγαρμπο συνωστισμό, για το πλήθος που στριμώχνεται, πλάθεται, φουσκώνει και ξεφουσκώνει, το παρομοίασα με έναν τεράστιο κινεζικό δράκο που ξετυλίγεται στους δρόμους και αφήνει καπνούς και φωτιά στο πέρασμά του. Είχα προσπαθήσει πολύ να βρω τις σωστές λέξεις για να μεταφέρω τον πόνο από τους αγκώνες των άλλων, την αίσθηση του ιλίγγου, που σε κάνει να νομίζεις ότι δεν πατάς πια στη γη, την αφύσικη ζέστη που δημιουργούν τόσα σώματα σε ένταση μαζί.
Όμως το πλήθος ποτέ δεν μου θύμιζε χάος πραγματικά. Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, έμαθα να χειρίζομαι τα μεγάλα πλήθη. Να τα αγαπάω. Έζησα το σαββατιάτικο clubbing της δεκαετίας του ’90 και την Ερμού στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Θυμάμαι τη ζωή χωρίς μετρό και τον Ηλεκτρικό σε ώρες αιχμής. Κατάφερα να εντοπίσω Lanvin μπαλαρίνες στο σωστό νούμερο στο εκπτωτικό χάος της Luisa στο Κολωνάκι – πριν καταργήσει τα «αιματοβαμμένα» μπαζάρ, για λόγους ασφαλείας. Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να γλιστράει το χέρι μου από την παλάμη της γιαγιάς μου, καθώς ο ναός όπου με είχε πάει γέμιζε κόσμο και όλοι έσπρωχναν για να βγουν μπροστά – χρήσιμο μάθημα ζωής και ο λόγος για τον οποίο στις συναυλίες πάντα βρίσκω τις καλύτερες θέσεις! Έχω ανοίξει δρόμο μέσα στο μεθυσμένο πλήθος της βερολινέζικης Πρωτοχρονιάς, μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, αλλά και στους πανικόβλητους ανθρώπους κατά τους πυροβολισμούς της Νέας Υόρκης. Το φέρω λίγο σαν καμάρι που περνάω «διπλό καρότσι» μέσα από την Times Square μεσημεριάτικα. Νιώθω ασφαλής μέσα στο πλήθος, σκέφτομαι καλύτερα με φωνές γύρω μου, ο κόσμος είναι για μένα ενέργεια και οι αγκώνες τρόπος επικοινωνίας.
Οι τελευταίοι μήνες ωστόσο με μπέρδεψαν. Το αγαπημένο μου πλήθος δεν είναι πια ασφαλές. Κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα στην ουρά για το σούπερ μάρκετ, προσέχω να μην πατάω τη γραμμή που ορίζει τη σωτήρια απόσταση, θυμίζοντάς μου τα παιχνίδια που έκανα μικρή: αν δεν πατήσω τη γραμμή ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου, θα τα πάω καλά στο τεστ των αγγλικών.
Τα γυαλιά μου θολώνουν πάνω από τη μάσκα. Όταν αναλογίζομαι τι θα κάνω τις πρώτες μέρες κάτω από τον ήλιο, δεν φαντάζομαι πλήθη πια. Σκέφτομαι κυρίως τους γονείς μου, που θα τους αγκαλιάσω πιο σφιχτά από ποτέ, τόσο που ο μπαμπάς μου θα βγάλει ένα γέλιο αμηχανίας και η μαμά μου θα παραπονεθεί, αστειευόμενη ότι την πονάω. Σκέφτομαι τον αδελφό μου και τους φίλους μας, την ήρεμη γωνιά του καφέ όπου θα καθίσουμε για πρώτη φορά μετά από καιρό και για πολλή ώρα θα κοιταζόμαστε και δεν θα μπορούμε να εκφράσουμε με λέξεις αυτό που περάσαμε. Σκέφτομαι όλες αυτές τις αναδρομικές ευχές που έχω να χαρίσω, τα φιλιά και τα λουλούδια, τα χαμόγελα που δεν θα παγώνουν από την κακή τηλεφωνική σύνδεση. Σκέφτομαι όσους πενθούν κάποιον δικό τους και, επιτέλους, θα μπορέσω να τους συμπαρασταθώ από κοντά, με λέξεις που δεν φιλτράρονται από συσκευές.