Ο Πάνος Βλάχος ξεδιπλώνει όλη την αλήθεια του, ξεμπροστιάζεται και λυτρώνεται – όσο λυτρώνει και τον θεατή. Εξ ου και οι sold out παραστάσεις τόσους μήνες, με τις σπαστές καρέκλες πλάι στα καθίσματα της πλατείας να γεμίζουν κι εκείνες κάθε βράδυ. «Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια προσέλευση και χαρά από το κοινό», σχολιάζει και συνεχίζει: «Ο ρόλος αυτός αποτελεί ήδη σταθμό για μένα. Ο Κακλέας, που σκηνοθετεί, μου έδωσε την ελευθερία και την ευκαιρία να μιλήσω μέσα από τον χαρακτήρα για πράγματα πολύ σημερινά και προσωπικά. Και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Μέσα από τα τραγούδια και τα κείμενα που έγραψα για τον ρόλο, επικοινώνησα την αλήθεια μου. Είναι μια περίπτωση που ο ρόλος ντύθηκε από τον καλλιτέχνη, από εμένα στην προκειμένη. Κάπως μπλέχτηκε και δεν καταλαβαίνω ούτε ο ίδιος ποιος ήταν ποιος. Πράγματα που έχω γράψει για τον ρόλο μιλάνε για την απόγνωση του Πάνου, για την αγωνία της σχέσης του Πάνου με το κοινό, για τους λόγους που ο Πάνος είναι γελωτοποιός και σήμερα υποδύεται έναν γελωτοποιό».
Είναι αυτό που περιγράφει η έννοια της performance; «Ακριβώς, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ. Για μένα performance είναι να βλέπω αληθινά κομμάτια του καλλιτέχνη, να τον βλέπω να μη φοβάται για τον πραγματικό άνθρωπο που κρύβει πίσω από τον χαρακτήρα που υποδύεται. Ρόλους παίζουμε παντού: Όταν δίνουμε μια συνέντευξη, όταν παίζουμε στο θέατρο… Στην performance με συγκινεί η αλήθεια του ανθρώπου που στέκεται μπροστά μου και όχι του τραγουδιστή, του χορευτή, του ηθοποιού. Όταν πετάς από πάνω σου την επιθυμία του να εντυπωσιάσεις, να πείσεις, και θέλεις μόνο να δείξεις τι δημιούργησες, τότε κάνεις perform. Σαν ένα ρόδο που προσφέρεις στον άνθρωπό σου χωρίς να περιμένεις τίποτα από αυτή τη συνδιαλλαγή και νιώθεις όμορφα με την ίδια την πράξη και την αλήθεια της στιγμής – αυτό ψάχνω».
Και να σκεφτείτε ότι η εν λόγω παράσταση, που ολοκληρώθηκε στην Αθήνα και τώρα ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, είναι μόνο μία από τις δραστηριότητες του Πάνου φέτος. Παράλληλα ηχογραφεί δύο νέα τραγούδια, αφού κυκλοφόρησε ο τρίτος προσωπικός του δίσκος, Μαθήματα Ζωής, σε στίχους και ερμηνεία του ίδιου και μουσική του Κώστα Παρίσση. «Η τραγουδοποιία είναι κάτι που προκύπτει και οπότε υπάρχει ιστορία να ειπωθεί την καταγράφω με πάθος, χωρίς να το πολυσκέφτομαι. Συμπληρώνει την υποκριτική», μου λέει. Με τον ίδιο τρόπο, την υποκριτική συμπλήρωσε και η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, ένα επτάλεπτο ντοκιμαντέρ για τον Σπύρο Λούη, το 7 λεπτά ψυχής. Μια και έχει βρει τόσες διόδους επικοινωνίας και μοιράσματος με το κοινό, ξεχωρίζει κάποια ως την πιο άμεση; «Το να κάνω τον κόσμο να γελάει είναι η πιο ευθύβολη επικοινωνία. Το γέλιο είναι η πιο άμεση και ευλογημένη στιγμή επαφής με το κοινό. Αν και μπορεί να διαφθείρει, να σε κρατήσει αιχμάλωτο αυτής της συνδιαλλαγής. Είναι δύσκολο να κρατήσεις τον τρόπο, να φτιάξεις το τοπίο της κωμωδίας όπως θέλεις και να μην παρασύρεσαι σε αυτό που θέλει ο κόσμος», απαντά. Υποθέτω, άρα, ότι θεωρεί την κωμική του υπόσταση ως το ταλέντο του. Δεν μου το επιβεβαιώνει ευθέως.