Το 1922 η Dorothy Todd, μια gay γυναίκα στα σαράντα της «γεμάτη ενέργεια, γεμάτη ιδιοφυΐα» όπως την χαρακτήρισε η συγγραφέας Rebecca West, έγινε η δεύτερη Διευθύντρια της βρετανικής Vogue. Η βοηθός της ήταν μια κομψή 24χρονη Αυστραλή ονόματι Madge Garland και κατά τη διάρκεια της θητείας της Todd, οι δύο γυναίκες ερωτεύτηκαν. Συνοδοιπόροι τόσο στη ζωή όσο και στη δουλειά – η Garland ανέβηκε στις τάξεις ως συντάκτρια μόδας – ζούσαν μαζί στο Chelsea του Λονδίνου και διοργάνωσαν τα πιο πολυσυζητημένα πάρτι της πόλης. Μαζί μετέτρεψαν τη βρετανική Vogue από ένα περιοδικό για καπέλα και φορέματα, σε μια έκδοση με υψηλές πρωτοποριακές προθέσεις.
Υπό την οξυδερκή ηγεσία της Todd, τα άρθρα της μόδας συνυπήρχαν στις σελίδες του περιοδικού με άρθρα αφιερωμένα στη μοντέρνα τέχνη και λογοτεχνία. Έπεισε μεγάλους συγγραφείς, όπως τη Virginia Woolf, τη Vita Sackville-West, την Edith Sitwell και τον Nöel Coward να γράψουν άρθρα και δοκίμια, τη ζωγράφο Vanessa Bell να κάνει κριτική τέχνης, τη μυθιστοριογράφο Gertrude Stein να συνεισφέρει στην ποίηση και τον φιλόσοφο Aldous Huxley να γίνει τακτικός αρθρογράφος. Κάπως έτσι, έκανε τη βρετανική Vogue το πρώτο περιοδικό που παρουσίασε για πρώτη φορά έργο του Jean Cocteau και του Man Ray. Το όραμα της Todd για τη Vogue – με τη βοήθεια πάντα της Garland, η οποία της έφερνε συνεχώς νέους συνεργάτες, συμπεριλαμβανομένου του κορυφαίου φωτογράφου Cecil Beaton – ήταν απόλυτα μοντέρνο, έξυπνο και φιλοπερίεργο.
Πολύ περισσότερο, ήταν μια έκδοση που απαντούσε στα αιτήματα της διαφορετικότητας, δίνοντας χώρο στην queer τέχνη και αισθητική να δείξει τη δυναμική της, καθορίζοντας παράλληλα την εδραίωσή της. Δυστυχώς, το project της ήταν βραχύβιο. Η Todd απολύθηκε το 1926 εξαιτίας της πτώσης των πωλήσεων, αλλά και από τη δυσαρέσκεια των προϊσταμένων της σχετικά με τη ριζοσπαστική κατεύθυνση στην οποία ήθελε να εντάξει τη Vogue. Μεταξύ 1924 και 1926, η Virginia Woolf έγραψε πέντε άρθρα για τη British Vogue. Ήταν πάντα αναποφάσιστη σχετικά με τη σχέση τέχνης και πωλήσεων, παρόλα αυτά απολάμβανε να λαμβάνει χρήματα για την εργασία της στη Vogue. Η σχέση της με το περιοδικό, την Todd και τη Garland (και οι δύο της έδιναν στιλιστικές συμβουλές και της αγόραζαν ρούχα), επηρεαζόταν κι αυτή από την αναποφασιστικότητά της, συνέβαλε όμως σε μεγάλο βαθμό στις λογοτεχνικές της ανησυχίες.
Το 1925, η Woolf έγραψε στο ημερολόγιό της: «Οι άνθρωποι έχουν πολλές καταστάσεις συνείδησης. Θα ήθελα να ερευνήσω τη συνείδηση του πάρτι και τη συνείδηση του ενδύματος». Αιτία γι’ αυτή την παρατήρηση ήταν σίγουρα η παρατήρηση της δικής της συμπεριφοράς ως κομμάτι της μόδας και πιο συγκεκριμένα η στάση της όταν βρέθηκε καλεσμένη σ’ ένα πάρτι που διοργάνωσε ο επικεφαλής φωτογράφος της Βρετανικής Vogue, Maurice Beck. Η επιθυμία της να διερευνήσει αυτές τις καταστάσεις συνείδησης οδήγησε σε μερικές συναρπαστικές διηγήσεις, συμπεριλαμβανομένου του The New Dress, ενώ αποτέλεσε μέρος της βάσης του Mrs Dalloway, ένα μυθιστόρημα με αρκετές queer ανησυχίες σχετικά με την επιφάνεια, το βάθος, το φόρεμα και την κοινωνική δυναμική ενός πολυαναμενόμενου πάρτι.