seen-3-straight-άντρες-μπαίνουν-σε-ένα-μπαρ-145862

Ο τίτλος του άρθρου δεν είναι ανέκδοτο, αν και μπορώ να πω εκ μέρους όλων όσοι ήμασταν παρόντες ότι σε εκείνη την έξοδο γελάσαμε. Με την καρδιά μας. Και με αυτό εννοώ και πηγαία, αλλά και με την κατάσταση των αισθηματικών μας.

Κυριακή βράδυ και, αφού τελευταία στιγμή συνειδητοποιούμε ότι η επόμενη μέρα είναι αργία (το Άγιο Πνεύμα, το μόνο τρίτο πρόσωπο που δε με ενοχλεί σε μία σχέση), αποφασίζουμε με τις γνωστές δύο φίλες να αδράξουμε τη νύχτα και να ψάξουμε επιτέλους για εκείνο το διαφορετικό από τα συνηθισμένα στέκια μας μπαρ. Μπορεί όλα τα resolutions που βάλαμε την Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020 να φαντάζουν επίσης σαν ανέκδοτα αυτή τη στιγμή, αλλά θα τηρήσουμε με κάθε ευκαιρία την απόφαση να δοκιμάσουμε φέτος νέα μέρη για τις νυχτερινές μας περιπέτειες. Αυτή τη φορά, η λύση ήρθε σαν από μηχανής θεός, όταν ο φίλος μου Α. μου έστειλε μήνυμα να βρεθούμε, να πούμε τα νέα μας με ποτό σε μπαράκι των νοτίων προαστίων που θα πήγαινε εκείνο το βράδυ με δύο φίλους του που είχα ξαναγνωρίσει.

Εμείς τα κορίτσια κατηφορίζουμε (δεν είμαι σίγουρη αν η κατεύθυνση από Άλιμο προς Γλυφάδα συμπεριλαμβάνει κατηφόρα ή ανηφόρα, τα έχουμε ξαναπεί για τη σχέση μου με τη γεωγραφία στο πρώτο Seen, το μόνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι για Θεσσαλονίκη πας προς τα πάνω και για Κρήτη προς τα κάτω, αν βρίσκεσαι στην Αθήνα) προς το μπαρ λίγο νωρίτερα από την προσυμφωνημένη ώρα και ευτυχώς βρίσκουμε σχετικά άμεσα ένα τραπεζάκι έξω, σε ασφαλή απόσταση από τα υπόλοιπα, σύμφωνα με τους νέους κανόνες στην μετά-κορωνοϊό εποχή. Μετά από τη δύσκολη επιλογή ανάμεσα σε 20 διαφορετικές συνταγές gin & tonic, καταλήγουμε σε κάτι spicy, κάτι γλυκό και κάτι ξινό – οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Η συζήτηση μεταξύ μας έχει ήδη ξεκινήσει, όταν, ξαφνικά – και στο μυαλό μου τώρα η σκηνή παίζει σε αργή κίνηση – ξεπροβάλλουν από τη στροφή ο Α. και οι δύο φίλοι του, ο Β. και ο Σ. Αφού πλησιάζουν και ακολουθούν οι συστάσεις μεταξύ όλων των υπολοίπων στην παρέα που δε γνωρίζονταν, έρχεται και η κρίσιμη ερώτηση στην κοπέλα στο σέρβις: “Επιτρέπεται από τα νέα μέτρα να καθίσουμε 6 άτομα στο ίδιο τραπέζι;” Ω καιροί, ω ήθη, που έλεγε και εκείνος ο σοφός πειρατής στο Αστερίξ, κάθε φορά που βυθιζόταν το καράβι του.

Ανταλλάξαμε ζώδια και βρήκαμε επιτόπου τον ωροσκόπο του Α., ακολούθησαν οι εργασιακές πληροφορίες – το “αντεξουσιαστής λογιστής” κλέβει πάντα την παράσταση -, μοιραστήκαμε εμπειρίες καραντίνας και τα πατατάκια που συνόδευαν τους γύρους ποτών, και, με μικρό ποσοστό επιτυχίας, τις αισθηματικές μας ιστορίες. Μόνος θαρραλέος αποδείχθηκε ο Σ. που μας είπε την ιστορία για τον έρωτα που έζησε με το ξεκίνημα της καραντίνας, μέχρι να αποφασίσουν μετά τη χαλάρωση των μέτρων ότι ήταν ώρα να χαλαρώσει και η κατάσταση μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, να τερματιστεί τελείως. “Είχε στραβώσει το σασί και ήθελε καλίμπρα” είπε ο Σ. για την άδοξη σχέση και γελάσαμε όλοι, “αλλά πού να τρέχεις τώρα σε συνεργείο”, σκέφτηκα εγώ. “Για πείτε τα δικά σας”, “Δε λέω εγώ τώρα, να το πάμε με τη φορά του ρολογιού”, “Εγώ όλα καλά”, “Τα πράγματα είναι δύσκολα”, “Εγώ δεν έχω παράπονο, όλο και κάτι γίνεται”, “Τι να πω μωρέ τώρα, εδώ δεν μπορούμε καν να συνεννοηθούμε για να κάνουμε ένα απλό σεξ”.

Είναι λογικό να μη θέλεις να εκτεθείς ή να ανοιχτείς μεταξύ αγνώστων. Είναι λογικό να μη θέλεις να φανούν τα στραβά ή αυτά που εσύ εκλαμβάνεις ως αποτυχίες, αλλά γενικότερα ονομάζονται ζωή. Είναι λογικό και να μη θέλεις να φανείς μη διαθέσιμος, αν δε θέλεις να αποκλείσεις το ενδεχόμενο έστω ενός φευγαλέου φλερτ. Είναι λογικό και να φοβάσαι να μιλήσεις ή να κάνεις κάποια κίνηση αν σε ενδιαφέρει κάποιος, γιατί, όπως είχε πει και ο Τσάντλερ στα Φιλαράκια όταν η Μόνικα τον ρώτησε ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί όταν φλερτάρεις – “I could die”. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε κάτι ερωτικό στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε όσους ήμασταν στην παρέα. Αλλά καμία μας δεν μπορούσε να αποβάλει την αίσθηση ότι συνέβαινε κάτι σχετικά πρωτόγνωρο εκείνο το βράδυ.

Δεν ξέρω αν μας φάνηκε περίεργο επειδή η τελευταία φορά που ήμασταν τόσοι άνθρωποι κάπου μαζί ήταν σε ένα ζουμ μίτινγκ. Επειδή η τελευταία φορά που έτυχε να βρεθούμε σε παρέα και να γνωρίσουμε νέο – δυνητικά διαθέσιμο – κόσμο ήταν όχι προ κορωνοϊού, αλλά μπορεί και προ δεινοσαύρων. Επειδή οι έξοδοί μας συνήθως περιλαμβάνουν βραδιές στο bequeer χορεύοντας και τραγουδώντας lip sync παρέα με την αθηναϊκή queer κοινότητα. Αλλά, ας πούμε απλά ότι η ατάκα “σήμερα ήπιαμε ποτά με 3 straight άντρες” ειπώθηκε σχεδόν ομόφωνα, όταν μείναμε μόνες μας στο τέλος της βραδιάς, αφού τα αγόρια μας αποχαιρέτησαν για να φάνε παγωτό κι εμείς περιμέναμε να ετοιμαστούν τα after σουβλάκια μας. Δεν ήταν ότι είχαμε βγει για ραντεβού ή ότι υπήρξε κάποια περαιτέρω ρομαντική εξέλιξη. Νομίζω μας έκανε αγνή, ατόφια εντύπωση απλώς και μόνο που είδαμε ότι υπάρχει ακόμα αυτή η δυνατότητα να γνωρίσεις έτσι κόσμο. Απλά βγαίνοντας τυχαία για ένα ποτό με κοινές παρέες. Η προηγούμενη φορά που είχε συμβεί αυτό και γνώρισα έτσι κάποιον ήταν πριν δύο χρόνια. Και την επόμενη μέρα το πρωί είχα μήνυμα στο κινητό μου – όχι στο facebook, ούτε στο instagram – και μία πρόσκληση για φαγητό. Και ερωτεύτηκα. Για όσο.

Δεν ξέρω αν έχετε δει το ντοκιμαντέρ “The Last Dance” στο Netflix για τη ζωή και την καριέρα του καλύτερου μπασκετμπολίστα (για να μην πω αθλητή) όλων των εποχών, Michael Jordan. Σε περίπτωση που δεν είστε φαν του αθλήματος, θεωρώ χρέος μου να σας ενημερώσω ότι μπορείτε να το δείτε για να απολαύσετε μερικούς από τους ωραιότερους άντρες – καθώς και την υπέροχη μόδα των 90ς – που θα δείτε ποτέ. “Γιατί δε μου το είχες πει νωρίτερα να το δω μαζί σου;” με ρώτησε πρόσφατα μία φίλη, ενώ μία άλλη, επίσης late to the party, παραδέχτηκε ότι την έφαγαν τα boy bands όταν ήταν μικρή, ενώ η αλήθεια ήταν στους Chicago Bulls. The (wet) dream team, παιδιά, θα με θυμηθείτε.

Όπως και να έχει, διαβάζοντας διάφορα στα social media μετά από κάθε επεισόδιο της σειράς, την προσοχή μου τράβηξε μία ερώτηση ενός δημοσιογράφου σε ένα post. “Γιατί οι φωτογραφίες από φιλμ εκείνης της εποχής (τις οποίες δείχνει κατά κόρον η σειρά) φαίνονται τόσο πολύ καλύτερες σε ανάλυση και στην αποτύπωση της παραμικρής λεπτομέρειας – ακόμα και στο πώς γυαλίζουν οι σταγόνες ιδρώτα στο δέρμα του Τζόρνταν – σε σχέση με τις ψηφιακές φωτογραφίες του σήμερα;”. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει στα σχόλια και, ομολογουμένως, με έκανε να σκεφτώ και πέρα από τη φωτογραφία. “Για να το θέσω απλά και αποτελεσματικά, δεν υπάρχει τίποτα που να είναι υψηλότερης ποιότητας από τον τρόπο με τον οποίο το φως αντιδρά στην επιφάνεια του φιλμ. Οι ψηφιακές κάμερες δημιουργούν αντίγραφα, δεν υπάρχει διάδραση”.

Κι αν αυτό, σκέφτηκα, το ανάγουμε και στο ότι σήμερα χρησιμοποιούμε περισσότερο τα ψηφιακά μέσα για να γνωρίσουμε ή να επικοινωνήσουμε γενικά με κόσμο σε σχέση με τη real life επαφή εκεί έξω, out in the wild; Κι αν απλά χρειάζεται λίγη καλίμπρα;

Διαβάστε επίσης | Seen: Ο έρωτας περνάει από τη μύτη