seen-θέρος-όπως-έρως-και-summer-flings-148554

Είναι εκείνη η -πιο διάσημη ίσως;- σκηνή φιλιού στην ταινία του 1953 From Here to Eternity. Ο Burt Lancaster είναι στρατιώτης στη Χαβάη, λίγο πριν την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, και ερωτεύεται την Deborah Kerr, τη γυναίκα του στρατηγού του. Σε μία μίνι απόδρασή τους μία ζεστή μέρα του καλοκαιριού στην παραλία, H Deborah, με ένα halterneck μαύρο ολόσωμο μαγιό, είναι ξαπλωμένη πάνω του στην ακροθαλασσιά και τον φιλάει παθιασμένα την ώρα που σκάει ένα κύμα και λούζει τα σώματά τους με αλμύρα. Εκείνη σηκώνεται, τρέχει και ξαπλώνει στην αμμουδιά, εκείνος την ακολουθεί, σκύβει, την κλείνει στα μπράτσα του και την φιλάει ξανά και ξανά. “Δεν ήξερα ότι μπορεί κανείς να νιώσει έτσι. Κανείς δε με έχει ξαναφιλήσει όπως εσύ,” του λέει όσο η μουσική και το πάθος τους κλιμακώνεται. Η σκηνή τότε είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις για τον απροκάλυπτο ερωτισμό και την μη απολογητική, απροκάλυπτη σεξουαλικότητα της Deborah Kerr, μιας γυναίκας που διεκδικούσε αυτό που ήθελε να ζήσει πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις.

Μπορεί, βέβαια, και να ακούγεται σαν σκηνή από το Άρλεκιν με πρωταγωνιστή τον Ομάρ που διάβαζε η Δήμητρα στους Απαράδεκτους και έψαχνε να ξαναζήσει κι εκείνη ένα φλογερό ρομάντσο. Αλλά είναι απλά ένα εξαιρετικό δείγμα από τη φλόγα που κρύβουν οι εφήμεροι καλοκαιρινοί έρωτες, τα summer flings που ξέρεις ότι θα έχουν ημερομηνία λήξης, γιατί σπάνια θα εξελιχθούν όπως στην περίπτωση του John Travolta και της Olivia Newton-John στο Grease που τραγουδούσαν “Summer loving happened so fast…Summer fling don’t mean a thing but oh oh the summer nights”. 

Το πρώτο μου φιλί, όμως, θυμάμαι ότι το έδωσα ένα καλοκαίρι στον Ωρωπό, ένα βράδυ στο Atlantis club την ώρα που έπαιζε δυνατά το “Waiting for tonight” της Jennifer Lopez. Και η αλήθεια ήταν ότι το περίμενα χρόνια εκείνο το πρώτο φιλί, εκείνο το βράδυ, εκείνο το φευγαλέο ειδύλλιο που δεν εξελίχθηκε σε τίποτα παραπάνω, αλλά ακόμα θυμάμαι κάθε κίνηση που οδήγησε σε αυτό. Εξάλλου, ένιωθα πως μου το χρωστούσε ένα καλοκαιρινό φιλί ο Ωρωπός από όταν ήμουν 12 χρονών και ερωτεύτηκα τον Κώστα, τον αδερφό μιας φίλης μου που ήρθε να παραθερίσει οικογενειακώς σε ένα ξενοδοχείο στον Ωρωπό. Ο Κώστας ήταν λίγο μεγαλύτερος και αγνοούσε παντελώς την ύπαρξή μου, αλλά εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ που δεν μπόρεσα να πάω εκείνο το τελευταίο βράδυ των διακοπών μαζί τους στο θερινό σινεμά που έπαιζε το Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα, γιατί σύμφωνα με τους γονείς μου ήταν ακατάλληλο για ανηλίκους. Όσο ακατάλληλη ηλικιακά ήμουν κι εγώ για τον Κώστα, πάνω κάτω. 

Αργότερα, ήρθαν εκείνα τα απανωτά καλοκαίρια στην Ίο που οι ηλιοκαμένοι Ιταλοί γέμιζαν το νησί τον Αύγουστο και τραγουδούσαν το βράδυ στα σοκάκια “Hey baby, i wanna know if you’ll be my girl” και η σπαστή μελωδική προφορά τους σε συνδυασμό με τη ζέστη που αναδυόταν από τα σώματά τους με έκαναν να απαντάω “ναι” και να παρασύρομαι σε βραδινά μπάνια και φιλιά στις αμμουδιές που, σε αντίθεση με εκείνο το φιλί του Burt και της Deborah, είχαν γεύση από καλαμαράκια με μπόλικο λεμόνι. Ο Angelo είχε ένα τατουάζ με το γυναικείο όνομα Anna στο χέρι του και όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι ήταν το όνομα της μητέρας του. Το τελευταίο βράδυ μας στο νησί, μου είπε μόνος του τελικά πως ήταν το όνομα της κοπέλας του και πως “ό,τι γίνεται στο νησί, μένει στο νησί,” ή κάτι παρόμοιο σε ναπολιτάνικη διάλεκτο που δε με ένοιαζε να καταλάβω, γιατί δε θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. 

Βέβαια, ήταν και ο Κριστόφ, ένας Γάλλος πυροσβέστης από τη Λυών που το τελευταίο καλοκαίρι που πέρασα στην Ίο κατάφερε να κερδίσει τους Ιταλούς και να κλέψει την καρδιά μου για 3 ολόκληρες μέρες – ένα μήνα πριν, η Γαλλία είχε χάσει στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου από την Ιταλία, ο Κριστόφ είχε ίσως μεγαλύτερο κίνητρο για ρεβάνς. Εγώ επέστρεψα στην Αθήνα, ο Κριστόφ συνέχισε στη Σαντορίνη από όπου μου έστελνε μηνύματα για τα ηλιοβασιλέματα που δε βλέπαμε μαζί κι εγώ χάζευα τη μοναδική φωτογραφία που είχαμε τραβήξει οι δυο μας- η φωτογραφία ήταν χωρίς φλας, αλλά νόμιζα πως φωτιζόταν ολόκληρη από το χαμόγελό μου, επειδή είχα μόλις οδηγήσει για πρώτη και τελευταία φορά μηχανάκι, είχαμε επιζήσει, είχα κάνει μία αυθόρμητη τρέλα και ζούσα έναν καλοκαιρινό συναρπαστικό έρωτα με έναν ρομαντικό πυροσβέστη με υπέροχα σκαλισμένους κοιλιακούς. Ένα μήνα μετά, έλαβα ένα γράμμα από τη Λυών. Ένα γράμμα από τον Κριστόφ που με καλούσε να τον επισκεφθώ για να με ξεναγήσει στην πόλη του. Σπόιλερ αλερτ: δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στη Λυών. 

Δεν μου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσω κάποιον σε καλοκαιρινές διακοπές και από το summer fling να περάσουμε στο χειμερινό cocooning, και δε με πείραξε και ποτέ αυτό, είναι η μόνη περίοδος που καταφέρνω να ζω στο παρόν, κάτι που η ψυχολόγος μου προσπαθεί να με πείσει να εφαρμόζω σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αλλά ο φίλος Τ. έχει μοιραστεί μαζί μου δύο καλοκαιρινές ιστορίες του που το σημάδι τους δεν έσβησε όταν έσβησαν και τα σημάδια του μαγιό. Ήταν η Μ., η αδερφή του κολλητού του, εκείνο το νεανικό καλοκαίρι που ο Τ. τους είχε επισκεφθεί στο εξοχικό τους σε ένα νησί. Ήταν η Μ. που ένα βράδυ πριν το τέλος των κοινών διακοπών τους αποφάσισε να μη βγει έξω και να καθίσει στο σπίτι, στον καναπέ μαζί με τον Τ., ο οποίος διάλεγε δίσκους από τη συλλογή του πατέρα του σπιτιού και κάπως έτσι άρχισε να τσιτσιρίζει τη Μ. Ήταν ίσως το τραγούδι Emotional Rescue των Rolling Stones που πυροδότησε τον χορό και τη σπίθα μεταξύ τους -το τραγούδι που ακούγεται και σε εκείνη τη σκηνή στην ταινία A Bigger Splash του Luca Guadagnino και που ο Ralph Fiennes το χορεύει ξέφρενα ένα θερινό μεσημέρι κάτω από τον ήλιο της Σικελίας, αναζητώντας συναισθηματική σανίδα σωτηρίας στις ανέμελες αναμνήσεις από την τρέλα των νιάτων του. Η Μ. και ο Τ. έγιναν ζευγάρι σε εκείνες τις διακοπές και η σχέση τους κράτησε για δύο χειμώνες, μέχρι τη στιγμή που ήρθε η ώρα για το “ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε.” Μπορεί η σχέση με τη Μ. στο τέλος να βούλιαξε, αλλά αρκετά χρόνια μετά, ο Τ. γνώρισε τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Γ. Και έγιναν ζευγάρι εκείνο το καλοκαίρι που γνωρίστηκαν. Και, όπως συμβαίνει συνήθως με τις καρμικές συμπτώσεις στη ζωή του Τ., η σχέση τους ξεκίνησε την ίδια ακριβώς ημερομηνία που είχε ξεκινήσει και η σχέση του με τη Μ χρόνια πριν. Και έκτοτε, η σχέση αυτή επιπλέει σταθερά.

Τι να είναι αυτό άραγε που συμβαίνει αυτή την εποχή και θέλεις να τραγουδάς το “Τόσα καλοκαίρια μου’ χαν φύγει από τα χέρια”, να το χορεύεις όπως έκαναν στην ταινία Γοργόνες και Μάγκες η Μαίρη Χρονοπούλου και ο Λάκης Κομνηνός – παιδιά, αντικειμενικά ο ωραιότερος άντρας του κόσμου -, όσο το φόρεμα ανεμίζει ανέμελο από τα κυκλαδίτικα μελτέμια και η έντονη επιθυμία δεν μπορεί να κρυφτεί πουθενά κάτω από τον δυνατό ήλιο; Τι είναι αυτό που με κάνει να θυμάμαι την παραμικρή λεπτομέρεια από ανθρώπους που πέρασαν φευγαλέα από τη ζωή μου, όπως το όνομα σε ένα τατουάζ στο χέρι τους; Είναι το άρωμα καρύδας από το αντηλιακό στο κορμί (ή τα καλαμαράκια στη γεύση ενός φιλιού), είναι η άμμος που κολλάει πάνω στο δέρμα και δημιουργεί επιπλέον τριβή, είναι που αφιερώνεις περισσότερο χρόνο να βλέπεις συνειδητά τον ήλιο να δύει, είναι το αλάτι που τα κάνει όλα πιο νόστιμα; Μήπως είναι που, όπως είπε και η intellectual thighs στο Ιnstagram account της όπου αναλύει τα βιβλία που διαβάζει, “Κάτι έχει το καλοκαίρι, κάποιο συστατικό, ίσως το αλάτι που παστώνει τις αναμνήσεις μας και τις διατηρεί πιο έντονα από άλλες”;

Διαβάστε επίσης | Seen: Ο χρόνος, τα απωθημένα (και η απάντηση στο νόημα της ζωής;)