η-ιστορία-του-σώματός-μου-όπως-την-έγρα-214768
©Unsplash

Μεγάλωσα στην επαρχία των 90s, με πολλή τηλεόραση, πολλά περιοδικά και μια μαμά σε μόνιμη δίαιτα. Με τα κορίτσια της γειτονιάς παίζαμε τα μοντέλα της εποχής. «Εσύ θα είσαι η Τσιντικίδου, εγώ η Τουτουνζή, εσύ η Κουλιανού κι εσύ η Μαρίνα Πούπου». Κάναμε πασαρέλα στον χωματόδρομο με λερωμένα σορτσάκια, λαδωμένα μαλλιά, ξύλινα σαμπό και ζυγιζόμασταν πέντε φορές τη μέρα. Στα 8 μας είχαμε μάθει πως η ζωή είναι για τις αδύνατες.

Μέχρι τα 11 με τάιζαν βιταμίνες και μουρουνέλαιο για να μου ανοίξει η όρεξη και να πάρω τα πάνω μου. Στην πραγματικότητα, ήμουν ένα παιδάκι κανονικού βάρους. Για τις παλιές γυναίκες του περιβάλλοντός μας όμως, ήμουν τσιλιβιθρόνι. Πήρα, τελικά, τα -πιο- πάνω μου στα 12 – το επιβεβαίωσε και η μοδίστρα. Μετρούσε την περιφέρειά μου όταν γύρισε και είπε: «Πωω… Το σώμα της μάνας σου πήρες…». Εκείνη τη στιγμή η μάνα μου κοκκίνισε από ντροπή και με είδε πρώτη φορά μέσα από τα μάτια της άλλης. Είχα πάρει το σώμα της, και αυτό σήμαινε δυστυχία.

Γυρίσαμε σπίτι και άρχισα να κατεβάζω λίτρα νερό με το καλαμάκι, για να αδυνατίσω. Από εκεί και πέρα, όσο πάλευα να ελέγξω το βάρος μου, τόσο έχανα τον έλεγχο με το φαγητό, τόσο κοίταζε η μάνα μου το σώμα μου με απελπισία. Το κατάπινα αμάσητο αυτό το βλέμμα, και μαζί τέσσερις σοκολάτες τη μέρα. Είχα ακούσει για το κόλπο με τον εμετό, αλλά ο οργανισμός μου δεν συνεργαζόταν.

Η ιστορία του σώματός μου, όπως την έγραψαν άλλοι-1
©Unsplash

Στην εφηβεία, η περιφέρειά μου μεγάλωνε αναντίστοιχα με το υπόλοιπο σώμα: από τη μέση και πάνω ήμουν στενή και άβυζη, σαν αγόρι, από τη μέση και κάτω μια μεσογειακή γυναίκα. Σύμφωνα με ένα άρθρο της εποχής, είχα σώμα αχλαδιού και, σύμφωνα με χιλιάδες διαφημίσεις, όψη φλοιού πορτοκαλιού. Κατά τους συμμαθητές μου, ήμουν η τριγωνοκώλα. Άρχισα τις κρέμες τοπικού αδυνατίσματος, μα δεν είχαν αποτέλεσμα, κι έτσι κατέληξα στο γυαλόχαρτο. Με ένα κομμάτι γυαλόχαρτο από τα εργαλεία του πατέρα μου εκδικούμουν αυτό το περισσευούμενο κρέας που μου στερούσε παρέες και έρωτες και τα κοντά μπλουζάκια που φορούσαν όλες. Το δέρμα μου έτρεχε αίματα κι εγώ το φχαριστιόμουν.

Στο πανεπιστήμιο, το πρώτο μου αγόρι με χώρισε λέγοντάς μου ότι έχει πρόβλημα, δεν μπορεί, έχω μεγάλο πισινό και καθόλου στήθος – καταλαβαίνεις. Τότε κατάλαβα στ’ αλήθεια και μπήκα σε μια άλλη σχέση, όπου ο άνδρας φερόταν στο σώμα μου πιο βάναυσα κι απ’ ό,τι του φερόμουν εγώ. Σπούδαζα ηθοποιός τότε και το πρέπει να αδυνατίσεις ήταν μια καραμέλα στο στόμα των δασκάλων μου, που σερβιριζόταν ως νοιάξιμο. Όμως, όσο περισσότερο ζυγιζόμουν, τόσο ανέβαινε η ζυγαριά. Ήμουν παντελώς αδύναμη να με ελέγξω. Έτσι, βρήκα κάποιον άλλο να το κάνει για μένα και μετακόμισα σπίτι του.

Ο Ρ. νοιαζόταν κι αυτός για την καριέρα μου και επί δύο χρόνια μου μαγείρευε βραστά κολοκυθάκια ανάλατα. Δύο χρόνια κολοκυθάκια. Αδυνάτιζα, ναι. Υπέφερα, αλλά για πρώτη φορά αδυνάτιζα. Είχα κι άλλο κίνητρο: η πρώην του Ρ. ήταν γνωστό μοντέλο. Κατά διαβολική σύμπτωση, ήταν μία από εκείνα τα μοντέλα που παριστάναμε πως ήμασταν τότε, στη γειτονιά. Είχε αφήσει στην ντουλάπα κάποια ρούχα της και, όταν έλειπε ο Ρ., τα φορούσα για να μας συγκρίνω και έβγαινα πάντα χαμένη. Μια μέρα ανακάλυψα γιατί: βρήκα ένα ημερολόγιό της, όπου σημείωνε πόσες φορές τη μέρα έκανε εμετό και πόσες κόκα. Και πόσο φοβόταν μη βάλει κιλά και μην πεθάνει.

Αδύνατη μα πεινασμένη με παρέδωσε ο Ρ. στον επόμενο, έναν άνδρα που αγαπούσε το καλό φαγητό και λάτρευε το σώμα μου. Πήρα πίσω 10 κιλά μέσα σε δύο μήνες κι αυτός εξακολούθησε να το λατρεύει. Στο μεταξύ, είχα αποφασίσει ότι θέατρο τέρμα. Τη μέρα της απόφασης, μετά από 12 χρόνια νευρικής κατανάλωσης φαγητού, σταμάτησα ξαφνικά να «πεινάω». Έμεινα έγκυος, πήρα και άλλα κιλά, και ο άνδρας εκεί, λατρεία. Άρχισα να βλέπω το σώμα μου μέσα από τα δικά του μάτια και, για πρώτη φορά, ένιωθα καλά μέσα του. Πήγα να γεννήσω με καυτό σορτς και κροπ τοπ. Μετά τη γέννα, τα κιλά έφευγαν χωρίς δίαιτα – μάλλον επειδή δεν με απασχολούσαν πια.

Η ιστορία του σώματός μου, όπως την έγραψαν άλλοι-2
©Unsplash

Τρία χρόνια μετά θα πρωταγωνιστούσα σε σίριαλ. Εν αναμονή των γυρισμάτων, άρχισε πάλι η νευρικότητα. Συν δέκα κιλά, ξανά, μέσα σε δύο μήνες, συν τα κιλά που -όντως- προσθέτει η κάμερα, συν το άγχος της παραγωγής να μη βγω chubby. Τώρα έβλεπα το σώμα μου μέσα από τα μάτια του τηλεοπτικού κοινού, που τότε δεν είχε συνηθίσει ακόμα τα κανονικά σώματα στην οθόνη του. Κι ενώ μου υπενθύμιζα διαρκώς ότι το statement που έκανα με αυτή τη σειρά ήταν «δείτε πραγματικές γυναίκες», κι ενώ είχα γράψει επίτηδες σκηνές που θα εξέθεταν on camera τα κανονικά μας σώματα, μόλις άρχιζε η λήψη ένιωθα χιλιάδες ζευγάρια μάτια να κρίνουν την κοιλιά μου, τον πισινό μου, το ανύπαρκτο στήθος μου, τους κύκλους κάτω από τα μάτια μου.

Ξαφνικά, όλοι είχαν δικαίωμα πάνω στο σώμα μου και το ασκούσαν με σχόλια στα social media, σαν πίσω από τον ρόλο να μην υπήρχε ζωντανός άνθρωπος αλλά ένα ολόγραμμα, σχεδιασμένο κατ’ εκείνους λάθος. Στις φωτογραφίσεις έπρεπε να διευκρινίζω ότι ΔΕΝ ήθελα photoshop και ενίοτε να δίνω αγώνα γι’ αυτό, κόντρα στην παιδική μου επιθυμία να βγω μοντέλο. Όταν κυκλοφορούσαν τα περιοδικά, δεν τα έπαιρνα. Δεν ήθελα να με δω όπως ήμουν.

Είχα καταφέρει το εξής: είχα δείξει στο πανελλήνιο, γυμνό, ένα σώμα που υπήρξε για πολλά χρόνια αντικείμενο κοροϊδίας. Είχα πει: αυτή είμαι και είμαι μια χαρά μ’ αυτό. Ήταν ένα καλό μήνυμα, αλλά δεν ήμουν στ’ αλήθεια μια χαρά. Θυμάμαι τον τότε φίλο μου να στέκεται πίσω μου στον καθρέφτη και να απορρίπτει το ένα μετά το άλλο τα φορέματα της Πρωτοχρονιάς, κι εμένα, αντί να τον στέλνω στον διάολο, να γίνομαι πάλι 12, στο πατάρι της μοδίστρας, με το βλέμμα της μάνας μου να μετράει την περιφέρειά μου.

Ήταν οι δύο επόμενοι σύντροφοί μου που μου χάρισαν πίσω τα δύο προβληματικά σημεία μου. Ο πρώτος έκανε το στήθος μου εικόνισμα, στην κυριολεξία. Το φωτογράφιζε, το ζωγράφιζε, του έγραφε ποιήματα, κι αυτό, σαν να υπάκουγε στο βλέμμα του, άλλαζε σχήμα, δέρμα, άνθιζε. Πιθανότατα ήταν πάντα έτσι, αλλά εγώ πρώτη φορά το έβλεπα. Μου πήρε 30 χρόνια να ανακαλύψω ότι είχα πάνω μου κάτι που δεν ήταν απλώς ανεκτό, ήταν πανέμορφο. Έκοψα τα ενισχυμένα σουτιέν και από τη χαρά μου έφτασα να το περιφέρω γυμνό σε παραλίες ντυμένων. Ο δεύτερος ερωτεύτηκε βαθιά αυτό που άγχωνε τη μάνα μου, που κορόιδευαν οι συμμαθητές μου, που κανιβάλιζαν οι τηλεθεατές: τον πισινό μου.

Στην αρχή με έφερνε σε τρομερή αμηχανία η -καλή- προσοχή που λάμβανε το ντεριέρ μου, ειδικά τότε, που διένυε μια περίοδο μαξιμαλισμού. Πες-πες, όμως, το συνήθισα, άρχισα να ακούω τους ύμνους, άρχισα και να τους πιστεύω. Ήταν σαν να μου είχαν κλέψει ένα κομμάτι μου κι εκείνος μου το έφερνε πίσω. Παθέτικ-ξεπαθέτικ, ήταν τα βλέμματα των καλών συντρόφων μου που με βοήθησαν να ανακτήσω το σώμα μου και να το αγαπήσω όπως ήταν. Κι ας μην ήταν σαν των μοντέλων της παιδικής μου ηλικίας. Το αγάπησα μεν, αλλά δεν το θαύμαζα.

Πέρυσι έγινα ξαφνικά αδύνατη μέσα σε ένα τρίμηνο. Λόγω κάκιστης ψυχολογικής υγείας κι ενός κοκτέιλ χαπιών, μου ήταν αδύνατο να φάω. Έφτασα στα κιλά της προεφηβείας μου. Ντρέπομαι που το γράφω, αλλά για πρώτη φορά, στα 36 μου και λόγω αρρώστιας, απέκτησα το σώμα που πάντα ζήλευα. Πήρα πολλά μπράβο και ερωτήθηκα πολλές φορές με ποια δίαιτα το κατάφερα. Η απάντηση είναι: με καμία. Απλώς ήθελα να εξαφανιστώ.

Τώρα προσπαθώ να διατηρήσω αυτά τα -λίγα- κιλά με τρόπους που ξέρω ότι είναι ανθυγιεινοί, τρόπους που κρύβω από την κόρη μου, στην οποία μιλάω με ενθουσιασμό για το body positivity. Είμαι τρομερά ανακουφισμένη που εκείνη μεγαλώνει σε μια εποχή που -έστω και υποκριτικά- προτάσσει το «είμαι όμορφη με τους δικούς μου όρους». Είμαι ανακουφισμένη που, όταν διαλέγει ρούχα, ποτέ δεν ρωτάει «μου πάει;».

Είμαι ανακουφισμένη που εκείνη και οι φίλες της, στα 12 τους, δεν ξέρουν πόσα κιλά είναι. Είμαι έξαλλη που η δική μου γενιά έζησε όλη αυτή την αγωνία για το τίποτα. Είμαι έξαλλη με το συστηματικό brainwashing που υπέστημεν και που, προσωπικά, ακόμα αδυνατώ να αποτινάξω όταν πρόκειται για το δικό μου σώμα. Μπορεί για μένα να είναι πια αργά, αλλά είναι στο δικό μου χέρι πώς θα βιώσει το σώμα της η κόρη μου. Ή, μάλλον, στο δικό μου βλέμμα.