Μεγάλωσα στην επαρχία των 90s, με πολλή τηλεόραση, πολλά περιοδικά και μια μαμά σε μόνιμη δίαιτα. Με τα κορίτσια της γειτονιάς παίζαμε τα μοντέλα της εποχής. «Εσύ θα είσαι η Τσιντικίδου, εγώ η Τουτουνζή, εσύ η Κουλιανού κι εσύ η Μαρίνα Πούπου». Κάναμε πασαρέλα στον χωματόδρομο με λερωμένα σορτσάκια, λαδωμένα μαλλιά, ξύλινα σαμπό και ζυγιζόμασταν πέντε φορές τη μέρα. Στα 8 μας είχαμε μάθει πως η ζωή είναι για τις αδύνατες.
Μέχρι τα 11 με τάιζαν βιταμίνες και μουρουνέλαιο για να μου ανοίξει η όρεξη και να πάρω τα πάνω μου. Στην πραγματικότητα, ήμουν ένα παιδάκι κανονικού βάρους. Για τις παλιές γυναίκες του περιβάλλοντός μας όμως, ήμουν τσιλιβιθρόνι. Πήρα, τελικά, τα -πιο- πάνω μου στα 12 – το επιβεβαίωσε και η μοδίστρα. Μετρούσε την περιφέρειά μου όταν γύρισε και είπε: «Πωω… Το σώμα της μάνας σου πήρες…». Εκείνη τη στιγμή η μάνα μου κοκκίνισε από ντροπή και με είδε πρώτη φορά μέσα από τα μάτια της άλλης. Είχα πάρει το σώμα της, και αυτό σήμαινε δυστυχία.
Γυρίσαμε σπίτι και άρχισα να κατεβάζω λίτρα νερό με το καλαμάκι, για να αδυνατίσω. Από εκεί και πέρα, όσο πάλευα να ελέγξω το βάρος μου, τόσο έχανα τον έλεγχο με το φαγητό, τόσο κοίταζε η μάνα μου το σώμα μου με απελπισία. Το κατάπινα αμάσητο αυτό το βλέμμα, και μαζί τέσσερις σοκολάτες τη μέρα. Είχα ακούσει για το κόλπο με τον εμετό, αλλά ο οργανισμός μου δεν συνεργαζόταν.
