με-συγχωρείτε-έσπασα-178121

Ελπίζω αυτό το μέιλ να σας βρίσκει… ΟΧΙ. Το μέιλ σας δεν θα με βρει καθόλου, γιατί δεν είμαι καλά. Μου επιτρέπετε αυτή την πολυτέλεια;

Λίγο καιρό πριν, ένα πρωί Κυριακής, μπροστά σε δέκα ανοιχτά tabs, τρία αρχεία, μία τηλεδιάσκεψη και ένα μήνυμα που έφερνε ένα δύσκολο νέο, λύγισα κι έπεσα. Αυτή ακριβώς ήταν η αίσθηση – τώρα λυγίζω, τώρα πέφτω. Η πτώση μου μεταδόθηκε σε πραγματικό χρόνο από την κάμερα του υπολογιστή· είχα τουλάχιστον εννέα μάρτυρες, μα κανείς δεν αντελήφθη το παραμικρό. Όχι, δεν έπεσα στο πάτωμα, δεν χτύπησα, δεν έτρεξε αίμα, δεν έτρεξαν δάκρυα, υποθέτω ότι δεν έχασα καν το χρώμα μου. Το σώμα μου βρισκόταν στη συνήθη, καθιστή του θέση, τα μάτια εντατικά προσηλωμένα στην οθόνη, κι ας γύριζαν οι συνομιλητές σε στρόβιλο, τα αυτιά μου είχαν ακόμη την προσοχή τους, κι ας μην έφταναν οι φωνές τους σ’ εμένα παρά μόνο ως βουητό. Δεν μου συνέβη καμία εξωτερική αλλαγή που θα έκανε σαφές στο κοινό πως κάτι εδώ έχει σπάσει.

Ένιωθα πόνο –σωματικό πόνο, ναι–, αλλά δεν μπορούσα να «δείξω με το δάχτυλο», όπως θα μου ζητούσε ένας γιατρός, από πού ξεκινούσε. Σε κάθε παλμό το σώμα μου τρανταζόταν ολόκληρο, σαν να ’χε σφιχτεί όλο γύρω από την καρδιά. Δεν ήταν κρίση πανικού –με αυτές γνωριζόμαστε καλά–, ήταν κάτι άλλο. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν μούσκεμα σ’ έναν ιδρώτα τοξικό και ταυτόχρονα ένιωθα να συσπώμαι αλλεπάλληλα από ρίγη. Η λογική μου όμως ήταν εκεί: ενώ έπρεπε να φύγω από την τηλεδιάσκεψη, δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ. Δεν είχα τίποτα να προσκομίσω ως απόδειξη της ανημπόριας μου να συνεχίσω. Η συντονίστρια της συζήτησης περνούσε Covid και όμως ήταν στη θέση της, καταβεβλημένη μεν, αλλά παρούσα και λειτουργική. Πώς θα αποχωρούσα εγώ, που το work ethic μου έχει σηκώσει πνευμονίες και πένθη δίχως να λυγίσει, για μια «ταχυπαλμία»; Παρέμεινα έως το τέλος και στο μεταξύ έβαζα στα κρυφά θερμόμετρα και οξύμετρα, μήπως και μου αποδείξω, έστω με ένα νούμερο, πως αυτό που μου συνέβαινε ήταν κάτι πραγματικό και μετρήσιμο, όχι αφηρημένο και «ψυχολογικό». Κάτι που να μπορούσα να το γκουγκλάρω, να έχει όνομα για να μπορεί να ειπωθεί στους άλλους. Χρειαζόμουν μια ιατρική ορολογία, ώστε να έχω μια επαρκή δικαιολογία.

Με συγχωρείτε, έσπασα-1
©Unsplash
1/2
Native Share

Στην αρχή προσπάθησα να συνεχίσω την καθημερινότητά μου αγνοώντας το – αν δεν του έδινα σημασία, θα περνούσε. Με ένα παιδί να φροντίσω και πολλή δουλειά να παραδώσω, απέφευγα τα ηρεμιστικά, για να μη ναρκωθώ. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν ήμουν λειτουργική. Είχα χαλάσει. Μυαλό, μάτια και χέρια δεν συνεργάζονταν. Η ταχυπαλμία, τα ρίγη, η εφίδρωση εξακολουθούσαν. Το στομάχι μου αρνούνταν για μέρες να δεχτεί φαγητό. Καθηλωμένη στο ίδιο σημείο του καναπέ, δεν μπορούσα να με σηκώσω ούτε για να πιω νερό. Φυγάδευσα την κόρη μου σε άλλα σπίτια, έτρεξα στον γιατρό μου και άρχισα τα ηρεμιστικά.

Όταν όμως δεν ήμουν υπό την επήρειά τους, αυτό εξακολουθούσε να είναι εκεί. Το δε άγχος μου γιγαντωνόταν καθώς οι υποχρεώσεις στις οποίες αδυνατούσα να ανταποκριθώ συσσωρεύονταν και πίεζαν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο: «Kind reminder», «Χρειαζόμαστε μια απάντηση», «Η προθεσμία λήγει αύριο», «Σήκωσε το τηλέφωνο». Κι έπειτα οι φίλοι, αλλά και οι άγνωστοι, ελέω social media: «Γιατί δεν απαντάς, καλέ;», «Είχες πάει βόλτα σήμερα;», «Με γράφεις;», «Θα είχατε λίγο χρόνο;».

Έπρεπε να βρω μια λέξη που να εξηγεί τι μου συμβαίνει. Να τη γράψω σε ένα μέιλ και να ζητήσω ησυχία. Το απλό «δεν είμαι καλά» δεν θα απέτρεπε κανέναν από το να επικοινωνήσει – το αντίθετο. Η δικαιολογία «ασθένεια» στην τρέχουσα συγκυρία θα έσπερνε απλώς πανικό. Η πλήρης εξαφάνιση, ακόμη μεγαλύτερο. Τη δοκίμασα. Ξετρύπωσαν το νούμερο του σταθερού. Κλειστό τηλέφωνο και wifi στις μέρες μας σημαίνει ότι πιθανότατα έχεις πεθάνει.

Η λέξη που αποδίδει ακριβώς αυτό που ένιωθα ήταν «κλυδωνισμός»: σφοδρή κίνηση, ταρακούνημα, αστάθεια σε ένα σύστημα. Τη φαντάστηκα σε μέιλ: «Συγχωρήστε με, κλυδωνίστηκα». Γέλια. Η αμέσως πιο mainstream λέξη ήταν «κλονισμός». Νευρικός κλονισμός. Παλιά ορολογία, που παραπέμπει σε ρομαντικές λογοτεχνικές ηρωίδες, όχι σε ανθρώπους οι οποίοι πρέπει να στείλουν αρχεία εντός συμφωνημένου deadline. Γκούγκλαρα. Τα συμπτώματα ήταν ασαφή, όχι ικανά να στοιχειοθετήσουν μια «ασθένεια». Αν χρησιμοποιούσα τον όρο, θα ακουγόμουν υπερβολική, φυγόπονη, αναξιόπιστη. Κοινώς, τεμπέλα. Στα αγγλικά στέκει καλύτερα –«nervous breakdown»–, αλλά στο Google συνοδεύεται από τη φράση «The term “nervous breakdown” isn’t a clinical one». Άρα, δεν είχα δικαιολογία; Έπρεπε να πιεστώ κι άλλο για να είμαι λειτουργική; Η πραγματική μου ερώτηση: Έχω ή δεν έχω δικαίωμα σε μια παύση; Γκουγκλάρω ξανά. Το πρώτο αποτέλεσμα είναι μια ανάρτηση του ΕΦΚΑ. Συμβιβάστηκα τελικά με τη φράση «Περνάω κάτι δύσκολο» και έστειλα τα μέιλ. Έδειξαν όλοι κατανόηση: μου έδωσαν παράταση δύο-τριών ημερών. Είχα τρεις μέρες για να γίνω ξανά λειτουργική. Το δικαίωμά μου στην παύση είχε κι αυτό deadline.

Με συγχωρείτε, έσπασα-2
©Unsplash
2/2
Native Share

Οι φίλοι και γνωστοί στους οποίους έπρεπε να δικαιολογήσω την εξαφάνισή μου ανησυχούσαν και δεν ανησυχούσαν. Ακούστηκαν φράσεις όπως «Είσαι σκυλί του πολέμου εσύ», «Ρώσικο τεθωρακισμένο», «Αύριο θα ’σαι μια χαρά, δεν σε φοβάμαι» και φυσικά «Κανείς μας δεν είναι καλά». Κάποιοι προσφέρονταν πιεστικά να βοηθήσουν. Εγώ ήθελα μονάχα ησυχία. Εκείνοι ήθελαν συνεχή updates. Εγώ δεν ήθελα να είμαι αγενής, αλλά ήθελα –αλήθεια– λίγη ησυχία. Χωρίς τηλέφωνα, inbox, mail, WhatsApp, DMs, notifications, καρδούλες. Μου έκανε εντύπωση πόσο ακατανόητο φαινόταν το να θέλω να αποσυνδεθώ για λίγο από τον κόσμο. Να μη μιλάω, να μην ακούω, να μείνω μ’ εμένα και να με δω σε όλη μου την ανημπόρια, στην πιο ανθρώπινη στιγμή μου, αυτή της ρωγμής. Την ώρα που μου «συμβαίνω».

Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί με έχουν καταχωρίσει στους δυνατούς, σε αυτούς που στηρίζουν, όχι σε αυτούς που χρήζουν στήριξης. Δεν έχουν άδικο, δεν είμαι εμφανώς αδύναμη, το αντίθετο. Σε ένα ναυάγιο θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που θα του έριχναν σωσίβιο. Με βλέπεις και λες: «Δεν έχει ανάγκη αυτή, θα τα καταφέρει». Ίσως γιατί κι εγώ αυτό λέω στον εαυτό μου όταν –παρότι εξαντλημένη– συνεχίζω να κάνω σωστά τη δουλειά μου, να στηρίζω αδιάκοπα έναν σύντροφο, να φροντίζω ένα παιδί όσο καλύτερα μπορώ, να απορροφώ και να καθησυχάζω τις εντάσεις όλων ως η «δυνατή», να είμαι διαρκώς συνεπής προς τους άλλους και τελικά ασυνεπής προς εμένα. Ίσως γι’ αυτό και έσπασα.

Στο εξής, λοιπόν, θα είμαι ραγισμένη. Δεν θα ανταποκρίνομαι πάντα. Θα απουσιάζω. Κάποια μηνύματα θα μένουν αδιάβαστα. Συχνά θα έχετε από μένα ένα instant reply στο μέιλ σας που θα γράφει απλώς «Λείπω». Στην καλή εκδοχή της ζωής, μπορεί να γράφει και «Αφήστε με ήσυχη, είμαι ερωτευμένη». Αντικαταστήστε με. Θυμώστε μου. Θεωρήστε με αγενή, σνομπ, αναξιόπιστη. Διαγράψτε με. Βάλτε με στους αδύναμους κι αφήστε μου ένα σωσίβιο ησυχίας, μια παύση. Μπορεί να συμβεί και σε εσάς. Δείξτε κατανόηση σε εκείνους που απουσιάζουν, κι ας μην έχουν δικαιολογητικά να σας προσκομίσουν. Είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσουν να υπάρχουν ανθρωπινά, έστω και για όσο κρατάει ένα διάλειμμα, καταμεσής της απάνθρωπης καθημερινότητας που ζούμε. Προτείνω για λίγο καιρό να αντικαταστήσουμε το «Namaste» («το φως μέσα μου χαιρετά το φως μέσα σου») με το «Εdoeimaste», που θα σημαίνει «Τα σκοτάδια μου χαιρετούν το σκοτάδια σου» και θα εννοεί «Καταλαβαίνω, πάρε λίγη ησυχία, εγώ θα είμαι εδώ».

Διαβάστε επίσης | Επόμενες παρακαλώ