Ελπίζω αυτό το μέιλ να σας βρίσκει… ΟΧΙ. Το μέιλ σας δεν θα με βρει καθόλου, γιατί δεν είμαι καλά. Μου επιτρέπετε αυτή την πολυτέλεια;
Λίγο καιρό πριν, ένα πρωί Κυριακής, μπροστά σε δέκα ανοιχτά tabs, τρία αρχεία, μία τηλεδιάσκεψη και ένα μήνυμα που έφερνε ένα δύσκολο νέο, λύγισα κι έπεσα. Αυτή ακριβώς ήταν η αίσθηση – τώρα λυγίζω, τώρα πέφτω. Η πτώση μου μεταδόθηκε σε πραγματικό χρόνο από την κάμερα του υπολογιστή· είχα τουλάχιστον εννέα μάρτυρες, μα κανείς δεν αντελήφθη το παραμικρό. Όχι, δεν έπεσα στο πάτωμα, δεν χτύπησα, δεν έτρεξε αίμα, δεν έτρεξαν δάκρυα, υποθέτω ότι δεν έχασα καν το χρώμα μου. Το σώμα μου βρισκόταν στη συνήθη, καθιστή του θέση, τα μάτια εντατικά προσηλωμένα στην οθόνη, κι ας γύριζαν οι συνομιλητές σε στρόβιλο, τα αυτιά μου είχαν ακόμη την προσοχή τους, κι ας μην έφταναν οι φωνές τους σ’ εμένα παρά μόνο ως βουητό. Δεν μου συνέβη καμία εξωτερική αλλαγή που θα έκανε σαφές στο κοινό πως κάτι εδώ έχει σπάσει.
Ένιωθα πόνο –σωματικό πόνο, ναι–, αλλά δεν μπορούσα να «δείξω με το δάχτυλο», όπως θα μου ζητούσε ένας γιατρός, από πού ξεκινούσε. Σε κάθε παλμό το σώμα μου τρανταζόταν ολόκληρο, σαν να ’χε σφιχτεί όλο γύρω από την καρδιά. Δεν ήταν κρίση πανικού –με αυτές γνωριζόμαστε καλά–, ήταν κάτι άλλο. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν μούσκεμα σ’ έναν ιδρώτα τοξικό και ταυτόχρονα ένιωθα να συσπώμαι αλλεπάλληλα από ρίγη. Η λογική μου όμως ήταν εκεί: ενώ έπρεπε να φύγω από την τηλεδιάσκεψη, δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ. Δεν είχα τίποτα να προσκομίσω ως απόδειξη της ανημπόριας μου να συνεχίσω. Η συντονίστρια της συζήτησης περνούσε Covid και όμως ήταν στη θέση της, καταβεβλημένη μεν, αλλά παρούσα και λειτουργική. Πώς θα αποχωρούσα εγώ, που το work ethic μου έχει σηκώσει πνευμονίες και πένθη δίχως να λυγίσει, για μια «ταχυπαλμία»; Παρέμεινα έως το τέλος και στο μεταξύ έβαζα στα κρυφά θερμόμετρα και οξύμετρα, μήπως και μου αποδείξω, έστω με ένα νούμερο, πως αυτό που μου συνέβαινε ήταν κάτι πραγματικό και μετρήσιμο, όχι αφηρημένο και «ψυχολογικό». Κάτι που να μπορούσα να το γκουγκλάρω, να έχει όνομα για να μπορεί να ειπωθεί στους άλλους. Χρειαζόμουν μια ιατρική ορολογία, ώστε να έχω μια επαρκή δικαιολογία.

Στην αρχή προσπάθησα να συνεχίσω την καθημερινότητά μου αγνοώντας το – αν δεν του έδινα σημασία, θα περνούσε. Με ένα παιδί να φροντίσω και πολλή δουλειά να παραδώσω, απέφευγα τα ηρεμιστικά, για να μη ναρκωθώ. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν ήμουν λειτουργική. Είχα χαλάσει. Μυαλό, μάτια και χέρια δεν συνεργάζονταν. Η ταχυπαλμία, τα ρίγη, η εφίδρωση εξακολουθούσαν. Το στομάχι μου αρνούνταν για μέρες να δεχτεί φαγητό. Καθηλωμένη στο ίδιο σημείο του καναπέ, δεν μπορούσα να με σηκώσω ούτε για να πιω νερό. Φυγάδευσα την κόρη μου σε άλλα σπίτια, έτρεξα στον γιατρό μου και άρχισα τα ηρεμιστικά.