Είμαι 35 ετών και μέχρι πριν από έξι μήνες δεν είχα έρθει ποτέ σε επαφή με την αμέσως επόμενη γενιά γυναικών αυτής της χώρας. Προσγειώθηκα στην πραγματικότητά τους μέσα σε μια ψηφιακή αίθουσα διδασκαλίας. Στην πλειονότητά τους είναι γυναίκες μεταξύ 20 και 30 χρόνων (θεωρούνται Gen Z και Zillennials) με καλλιτεχνικές αναζητήσεις, φοιτήτριες και απόφοιτες πανεπιστημίου, προερχόμενες όμως από όλο το κοινωνικό και οικονομικό φάσμα της χώρας, εργαζόμενες σε part time/freelance δουλειές. Από το πρώτο μάθημα κατάλαβα ότι έπρεπε να τους απευθυνθώ με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχα συνηθίσει: οι αναφορές και τα αστεία μου έπεφταν συχνά στο κενό, είχα άγνωστες λέξεις – όπως κι εκείνες, με έπιανα να είμαι πιο προσεκτική στην επιλογή του γένους των λέξεων, να διπλοτσεκάρω τις πληροφορίες που τους έδινα. Κυρίως όμως να θαυμάζω την ελευθερία του συγγραφικού τους λόγου και την αυτοπεποίθηση με την οποία διατύπωναν τις τόσο στιβαρά δομημένες απόψεις τους. Είχα μπροστά μου ένα ακροατήριο που δεν γνώριζα, κι ας μας χωρίζουν το πολύ 15 χρόνια.

Την ίδια περίοδο άρχισα να δουλεύω πάνω σε σενάρια γυναικών αυτής της γενιάς, για να διαπιστώσω ότι εγώ βρίσκομαι έτη φωτός πίσω. Ζήλεψα την απενοχοποίησή τους, τη ζωντανή τους γλώσσα, τις απολύτως relatable ιστορίες τους, την αιχμηρή πολιτική τους ματιά, την τεχνική τους γνώση σε τόσο νεαρή ηλικία. Το δίλημμά μου: να τις προστατεύσω από τη σύγκρουση με το συντηρητικό κατεστημένο της ελληνικής τηλεόρασης ακρωτηριάζοντας τα κείμενά τους ή να τις παροτρύνω να συνεχίσουν έτσι μέχρι να διαμορφωθούν οι συνθήκες που θα δώσουν το πράσινο φως στα projects τους; Επέλεξα το δεύτερο, κι ας χρειαστεί να περιμένουν ένα-δύο χρόνια. Ούτως ή άλλως, δεν θα έκαναν πίσω σε κανένα «τζιζ» θέμα, σε καμία «κακιά» λέξη, σε καμία «επικίνδυνη» άποψη. Μα πού βρήκαν τη δύναμη μέσα σε δέκα χρόνια αυτές οι γυναίκες να είναι τόσο πιο ατρόμητες από τη δική μου γενιά; Να διεκδικούν τόσο σθεναρά τη θέση τους στον κόσμο; Τους ζήτησα λοιπόν να μου εξηγήσουν πού αποδίδουν αυτή τη διαφοροποίηση. Οι απαντήσεις τους συνέπεσαν και μεταξύ τους, και με τις έρευνες για τη γενιά τους, και με όλα εκείνα που γράφουν οι business insiders κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου προς τις μεγάλες επιχειρήσεις: «Αν δεν πάτε με τα νερά της Gen Z, θα βουλιάξετε». Ανοίξτε αυτιά, παρακαλώ. Έχουν πολλά να μας μάθουν.
Το ίντερνετ είναι φυσικά η πρώτη τους απάντηση. Τα κορίτσια αυτά είχαν από μικρά πρόσβαση σε όλα τα είδη της γνώσης, εκπαιδεύτηκαν στην υπερπληροφόρηση και, για να προστατευτούν από το χάος, έμαθαν να αξιολογούν την πληροφορία και από πού προέρχεται (ΜΑΘΗΜΑ 1). «Ήρθαμε σε επαφή με πληροφορίες που καμία τηλεόραση δεν θα έπαιζε και κανένας γονιός δεν θα μας έδειχνε –πράγματα που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν καν– και ήρθαμε γρήγορα σε διάλογο με την παγκόσμια κοινότητα». Σκέφτομαι πως οι γυναίκες της γενιάς μου έπρεπε να φύγουμε έξω για να αποκτήσουμε τόσο ευρεία αντίληψη του κόσμου. Εκείνες εμπνέονται από ιστορίες και ιδέες που δεν εκφέρονται πια μόνο από διασημότητες, αλλά και από καθημερινούς ανθρώπους. Μπορούν να αμφισβητήσουν –πόσο απελευθερωτικό!– πολλά απ’ αυτά που οι μεγαλύτεροι τους λένε πως δεν μπορούν να αποκτήσουν, μια και ξέρουν παραδείγματα ανθρώπων στην άλλη μεριά του κόσμου που τα κατάφεραν. Μια ερώτησή τους μπορεί σήμερα να απαντηθεί από πολλές διαφορετικές πηγές – ο λόγος του περίγυρού τους δεν είναι θέσφατο (ΜΑΘΗΜΑ 2). Με πρόσβαση σε τόση γνώση, μπορούν να διορθώσουν μέχρι και τους καθηγητές τους. Αν λοιπόν οι πρώτες τρεις μορφές εξουσίας που συναντάμε ως παιδιά (γονείς, σχολείο, κοινωνία) μπορούν με ένα κλικ να τεθούν υπό αμφισβήτηση, καταλαβαίνετε πώς διαμορφώνεται η σχέση των Zillennials/Gen Z με κάθε μορφή εξουσίας σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκε η δική μας.
