η-γυναίκα-δημιουργός-προκατάληψη-ενα-165290

Δεν καταλαβαίνω γιατί το βιβλίο λέγεται Χάρι Πότερ. Η Ερμιόνη κάνει όλη τη δουλειά, αυτή είναι η ηρωίδα!» μου είπε τις προάλλες η δεκάχρονη κόρη μου. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Ποια θα ήταν η τύχη του βιβλίου αν λεγόταν Ερμιόνη Γκρέιντζερ; Πόσοι γονείς θα χάριζαν στα αγόρια τους ένα βιβλίο με ένα κορίτσι για ήρωά του; Πόσα αγόρια θα ομολογούσαν τον θαυμασμό τους για την ηρωίδα; Έπειτα, παρατήρησα κάτι που μου είχε διαφύγει: η J. K. Rowling υπογράφει με τα αρχικά του μικρού της ονόματος. Βλέποντας το εξώφυλλο, ο αναγνώστης δεν γνωρίζει το φύλο της συγγραφέως. Είναι γνωστό ότι μέχρι και τον 19ο αιώνα η απόκρυψη του φύλου ήταν η μόνιμη –και μάλλον η μόνη– τακτική για να γίνει δεκτό το έργο μιας γυναίκας στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Υπήρχε άλλος τρόπος να το πάρουν στα σοβαρά; Οτιδήποτε γυναικείο ταυτιζόταν με την ελαφρότητα, τον συναισθηματισμό, τα οικοκυρικά.

Σήμερα, αντίθετα, μια συγγραφέας μπορεί με το κανονικό της όνομα να βραβευτεί με Νόμπελ. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε τελειώσει με την προκατάληψη απέναντι στις δημιουργούς; Όχι. Δεν το λέει μόνο η εμπειρία η δική μου και των συναδέλφων μου, αναγνωρισμένων και μη, εντός και εκτός Ελλάδος. Το λένε έρευνες από παρατηρητήρια έμφυλων διακρίσεων, το παραδέχονται ανοιχτά εκδοτικοί οίκοι, μουσεία, γκαλερί και θέατρα, το αποδεικνύουν τα πολιτιστικά ένθετα, το ψιθυρίζουν συχνά οι άνδρες δημιουργοί, ακόμα και σε αυτιά γυναικεία: «Πολύ γυναικείο, μωρέ…» ή «Εξεπλάγην! Γράφει/σκηνοθετεί/συνθέτει σαν άντρας!».

Το λέει και η αγορά: Το ’13, στην επετειακή έκδοση του Γυάλινου κώδωνα της Sylvia Plath, ένα βιβλίο με θέμα την κλινική κατάθλιψη ενός κοριτσιού που ασφυκτιά μέσα στα γυναικεία πρότυπα της εποχής, o εκδοτικός οίκος Faber επιλέγει για εξώφυλλο ένα pin-up girl που βάφεται. Στις αντιδράσεις που εγείρονται, απαντά ειλικρινώς ότι με ένα εμπορικό, «γυναικείο» εξώφυλλο, το σημαντικό αυτό ανάγνωσμα θα φτάσει σε μεγαλύτερο κοινό.

Την επόμενη φορά που θα δείτε διαφήμιση για δάνεια, τσεκάρετε αν η εκφώνηση γίνεται από ανδρική ή γυναικεία φωνή. Στο υποσυνείδητο του κοινού, άνδρας σημαίνει σοβαρότητα, ασφάλεια, γνώση. Γυναίκα σημαίνει –ακόμα– συναισθηματισμός, αυταρέσκεια, ρηχότητα. Οι μόνες που δεν μιλούν –πλην λίγων εξαιρέσεων– γι’ αυτή την ποιοτική διάκριση, είναι οι ίδιες οι δημιουργοί που την υφίστανται. Καθόλου περίεργο. Πώς να παραδεχτείς ότι δίνεις μάχες επί μαχών για να σε πάρουν στα σοβαρά; Είναι ήδη ντροπιαστική η παραδοχή ότι θες να σε πάρουν σοβαρά. Πώς να κατηγορήσεις ότι δεν μπαίνουν στον κόπο να αναγνώσουν το έργο σου σε βάθος; Ότι σε προσεγγίζουν επιδερμικά –ενίοτε και στην κυριολεξία– γιατί δεν περιμένουν κάτι υψηλότερο από σένα; Ότι, σε αντίθεση με τους άνδρες συναδέλφους σου, εσένα σε περιμένουν στη γωνία για να σου προσάψουν ακόμα και «υπερβολική προσπάθεια»;

Ότι, ως γυναίκα, δεν ανήκεις στους «white male creative darlings» που τόσο λυσσαλέα ψάχνει η κριτική για να αναδείξει κάθε χρόνο; Ξέρεις ήδη την απάντηση: «Αν δεν τα έχεις καταφέρει αυτά, μάλλον φταίει η ποιότητα του έργου σου – όχι το φύλο». Αν μιλήσεις για σεξισμό στον χώρο της τέχνης, είσαι αυτομάτως μια ατάλαντη γκρινιάρα. Όπως ήσουν μέχρι πρόσφατα αν κατήγγειλες παρενόχληση.

Αντί της ντροπής του θύματος, εδώ ενεδρεύει η αυτοαμφισβήτηση των γυναικών δημιουργών. Μαθαίνουμε από παιδιά να αξιολογούμαστε διαρκώς, οικειοποιούμαστε το εξεταστικό μάτι της πατριαρχίας, συνηθίζουμε να τριπλοτσεκάρουμε τις κινήσεις μας στον επαγγελματικό στίβο και να σεβόμαστε –ή και να κολακεύουμε– τις ιεραρχίες, ακόμα και όταν αυτές μάς υποτιμούν. Μαθαίνουμε να μας εξετάζουμε με το βλέμμα του χειρότερου επικριτή μας. Όταν μοιραζόμαστε μεταξύ μας τη δουλειά μας, η συχνότερη ερώτηση της μιας στην άλλη είναι: «Δεν είναι πολύ γυναικείο, έτσι;».

Συμμετέχοντας εδώ και χρόνια σε ομάδες δημιουργικής γραφής, έχω παρατηρήσει το εξής: Κατά τη διαδικασία του feedback, τα αγόρια υπερασπίζονται τα κείμενά τους – συχνά, δε, σαν να φταίνε οι άλλοι που δεν τα κατάλαβαν. Τα κορίτσια, αντίθετα, είναι έτοιμα να λάβουν υπόψη τους τις παρατηρήσεις, ακόμα και όταν αυτές είναι ολοφάνερα λανθασμένες. Μια μικρογραφία της καλλιτεχνικής αρένας. Αγόρια που εισβάλλουν με ορμή ταύρου και κορίτσια που στέκονται ντροπαλά στην ουρά, περιμένοντας κάποιον να τα φωνάξει μέσα.

Σύμφωνα με μια δήλωση εκ μέρους του Tin House, ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά παγκοσμίως, «Από τους συγγραφείς που τους ζητάμε να ξαναστείλουν κείμενά τους μετά την αρχική μας απόρριψη, οι γυναίκες ξαναπροσπαθούν σε ποσοστό πέντε φορές μικρότερο των ανδρών». Θυμάμαι την αντίδρασή μου στην πρώτη κριτική που μου έγραψαν: σημείωσα ευλαβικά τα «λάθη» μου, για να μην τα ξανακάνω. Λίγα χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα ότι η κριτική που τόσο στα σοβαρά είχα πάρει ήταν τρομακτικά κακογραμμένη.

Βαθιά μέσα μας, οι γυναίκες νιώθουμε «καινούργιες» στο Άγιον Όρος των τεχνών –ιστορικά μιλώντας, πράγματι είμαστε– άρα και ότι πρέπει να αποδείξουμε πως αξίζουμε την άρση του άβατου. Εσωτερικευμένος σεξισμός, που όμως επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον χώρο: Είσαι γυναίκα; Πρώτα θα σηκώσουμε το φρύδι, μετά θα δούμε το έργο σου. Προσπαθώντας χρόνια τώρα να καταλάβω προς τι η τόση καχυποψία, ερεύνησα την περίπτωση της Κικής Δημουλά. Διάβασα χιλιάδες λέξεων που την αποδομούσαν – δεν ξέρω άλλη λογοτέχνιδα που να έχει υποστεί τόσο σεξισμό.

Όπως δεν ξέρω και άλλη που να έχει καταγράψει με τέτοια συγκινητική ακρίβεια την πεζή καθημερινότητα μιας γυναίκας, εξυψώνοντάς τη στη σφαίρα της ποίησης, εξισώνοντάς την αναπολογητικά με την –ανδρική– εμπειρία ενός πολέμου. Συνειδητοποίησα τότε ότι ένας άνδρας α) δεν έχει τις αναφορές που περιγράφει η ποιήτρια και β) δεν είναι εξοικειωμένος με τη γυναικεία εμπειρία εν γένει. Δεν έχει ιδέα τι συμβολίζει «η κουζίνα» που χλευάζει. Δεν μπορεί να καταλάβει τη μεταφορική λειτουργία της σκόνης. Δεν ξέρει άλλο αίμα πέρα από αυτό του λαβωμένου, γιατί η γυναικεία εμπειρία δεν έχει γραφτεί, άρα ούτε διαβαστεί, στον ίδιο βαθμό με την ανδρική.

Οι άνδρες δημιουργοί μάς χαρίζουν τόσες χιλιάδες χρόνια τη δική τους οπτική πάνω στα ανθρώπινα. Οι γυναίκες –πιο μαζικά– μόλις τους τελευταίους δύο αιώνες. Η γυναικεία εμπειρία έχει μόλις αρχίσει να καταγράφεται όπως πραγματικά τη βιώνουμε –να καταγράφεται από γυναίκες δημιουργούς δηλαδή– και οι άνδρες μόλις τώρα έρχονται σε επαφή μαζί της. Η δική μας αφήγηση τους ξενίζει, τους προβληματίζει, τους ξεβολεύει, ενίοτε τους αποδομεί, γι’ αυτό και οι πνευματικά οκνηροί απλώς θα την αμφισβητήσουν, θα την ακυρώσουν χωρίς να μπουν στη διαδικασία να την κατανοήσουν.

Σε αντίθεση μ’ εμάς, οι άνδρες δεν έχουν μεγαλώσει με θηλυκούς ήρωες που θα τους βοηθούσαν να αναπτύξουν μια θηλυκή ματιά απέναντι στη ζωή. Ο Όλιβερ Τουίστ, ο Χάκλμπερι Φιν, ο Φιλέας Φογκ και ο Χόλντεν Κόλφιλντ έμαθαν εμάς τα κορίτσια υπέροχα πράγματα για την ανδρική φύση. Ταυτιστήκαμε μαζί τους και μάθαμε να τους συναισθανόμαστε. Αντίστοιχα παραδείγματα ηρωίδων δεν υπήρχαν μέχρι πολύ πρόσφατα. Και φαίνεται ότι θα πάρει καιρό μέχρι ένας γονιός να ενθουσιαστεί αν ο γιος του ταυτίζεται με την Έλσα του Frozen.

Εγώ η ίδια, αν έβρισκα πεταμένο στον δρόμο έναν μεσήλικα ερωτομανή με εμφανή συμπτώματα δυσυπαρξίας, θα έτρεχα πρώτη να τον συντρέξω. Το αποδίδω στον Roth, στον Houellebecq και σε αμέτρητους άλλους δημιουργούς οι οποίοι, απαλλαγμένοι από τον φόβο μη θεωρηθεί το έργο τους «πολύ ανδρικό», ανήγαγαν μέχρι και τη στυτική δυσλειτουργία σε σύμβολο θανάτου, ήττας, κατάρρευσης του εγώ, απελευθέρωσης κ.ά. Που είναι, πράγματι. Απλώς σκέφτομαι αντίστοιχα πώς έχει καταγραφεί η εμπειρία της εμμηνόπαυσης από γυναίκες δημιουργούς. Δεν βρίσκω κανένα γνωστό παράδειγμα. Η ψυχολογία του γυναικείου γήρατος είναι terra incognita, ακόμα και για εμάς τις γυναίκες. Η σεξουαλική επιθυμία, ο έρωτας, η σωματικότητα, η μητρότητα, η κοινωνική καταπίεση τώρα αρχίζουν να αρθρώνονται από στόματα θηλυκά.

Η ιστορική συγκυρία δίνει σ’ εμάς τις δημιουργούς μια μεγάλη ευκαιρία· να αφηγηθούμε όλες αυτές τις ιστορίες που, υποτίθεται, πως έχουν ήδη ειπωθεί, από τη δική μας πλευρά. Να αναιρέσουμε την κρατούσα –ανδρική– ερμηνεία της γυναικείας εμπειρίας, καταθέτοντας τη θηλυκή ανάγνωση της ανθρώπινης κατάστασης. Για να γίνει αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε πρώτες εμείς τον πλούτο των ιστοριών που κουβαλάμε και να πάψουμε να αυτολογοκρινόμαστε προκειμένου να τις χωρέσουμε στην ανδρική –άρα αποδεκτή– πρόσληψη του κόσμου, της τέχνης και του κόσμου της τέχνης. Και υποσχόμαστε ότι δεν θα γράψουμε ποτέ σε κριτική πόσο θελκτικά είναι τα χείλη του Τάδε άνδρα δημιουργού, συζύγου της Δείνα γνωστής καλλιτέχνιδος, ούτε θα τον ρωτήσουμε αν η πατρότητα επηρεάζει την αφοσίωσή του στην τέχνη. Γιατί ξέρουμε πώς είναι.

Διαβάστε επίσης | Ένα γυναικείο task force ενάντια στη βία