the-x-file-me-too-160890

Ήμουν δεκαπεντέμιση ετών όταν ο καθηγητής Χημείας στο φροντιστήριο μου έπιασε για πρώτη φορά το αριστερό χέρι και το πίεσε πάνω στο πουλί του, την ώρα που με το δεξί έλυνα μια χημική ένωση. Θυμάμαι ακόμη την αναγούλα που με έπιασε αλλά και τον πανικό, την παράλυση. Είχα σκύψει πάνω στο τετράδιο και προσπαθούσα να δω με την άκρη του ματιού μου αν κάποιος από τους συμμαθητές μου συνειδητοποίησε τι συνέβη. Αυτό με ένοιαζε. Να μην με δουν, να μην με καταλάβουν. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε λίγες φορές, αλλά άρχισα να αντιδρώ. Στο διάλειμμα, στο σκοτεινό διάδρομο, όταν πήγαινε να με στριμώξει, τον έσπρωχνα δυνατά και τον πετούσα από πάνω μου.

Δεν είχε την ίδια τύχη η καλύτερη φίλη μου. Χρόνια την ρωτούσα «το κάνει ακόμη;», κατέβαζε τα μάτια και έγνεφε «ναι» σιωπηλά. Όταν αποφάσισα να καταγγείλω το περιστατικό στους υπεύθυνους του φροντιστηρίου, είπαν κάτι σαν «Ναι, το έχουμε υπόψη μας, μας το έχουν πει κι άλλοι, μην βγει παραέξω καλύτερα, γιατί θα έχει πρόβλημα, θα τον τρέχουν, θα διαπομπευθεί». Ήταν άλλος αιώνας τότε, άλλη κουλτούρα κι εγώ ήμουν μικρή, δεν μπορούσα να το πολεμήσω χωρίς καμία βοήθεια από ενηλίκους. Άλλωστε δεν με αφορούσε πια, το ξέχασα.

The X-File: Me Too-1
©H Ξένια Κουναλάκη.
1/1
Native Share

Είναι μια ιστορία, που έζησε σχεδόν κάθε γυναίκα της γενιάς μου και των προηγουμένων, με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο. Ο κοινός παρονομαστής ήταν η κοινοκτημοσύνη του γυναικείου σώματος. Η δημόσια γυναίκα. Το σώμα της ανήκε στον-ανδρικό-λαό, ο οποίος μπορούσε να το πιάνει, να το κακοποιεί, να το γελοιοποιεί, να το κάνει ό,τι θέλει.

Πρόσφατα, στο πλαίσιο του ελληνικού Me Too, θυμήθηκα την δική μου μικρή (και συγκριτικά κάπως ανώδυνη) ιστορία και γκούγκλαρα το όνομά του καθηγητή Χημείας. Είδα τη φωτογραφία του και θυμήθηκα το φρικτό χέρι με το δέρμα σαν φίδι που έπιανε το δικό μου και το εναπόθετε με το ζόρι πάνω του. Έμαθα (με μια μικρή ανακούφιση) ότι σταμάτησε να είναι εκπαιδευτικός και έγινε χρηματιστής. Τουλάχιστον σταμάτησε να ενοχλεί νέα κορίτσια, παιδιά.

Στους «Πλάνητες» η βραβευμένη με Νόμπελ Ολγα Τόκαρτσουκ γράφει ότι οι γυναίκες όταν περνούν τα σαράντα γίνονται μέρος ενός αόρατου κόσμου. Με θύμωσε λίγο αυτή η ηττοπάθεια της μεσήλικης γυναίκας, λες και δεν ισχύει κάτι αντίστοιχο για τους συνομήλικους άνδρες, λες και οι κοιλιές τους και οι καράφλες τους είναι κάτι άξιο θέασης. Η Πολωνή συγγραφέας όμως το έγραφε με χαρά, νομίζω, εννοούσε δηλαδή πως μπορεί πια να κυκλοφορεί στους δρόμους και να παρατηρεί αδιάκριτα τον κόσμο, χωρίς να γίνεται αντιληπτή, σαν φάντασμα. Αυτή η εικόνα μ’ άρεσε και σκέφτηκα ότι σε εκείνο το μάθημα χημείας, όταν ήμουν δεκαπεντέμιση χρονών, θα έδινα τα πάντα για να είμαι για 45 λεπτά, όσο κρατούσε το μάθημα, αόρατη. Μισώ τη χημεία.

Διαβάστε επίσης | The X-File: Η βόλτα