genx-mess-η-επιλεκτική-κώφωση-155504

Τις θυμάμαι αυτές τις λευκές κυρίες με τα Chanel σακάκια ριγμένα στους ώμους να σηκώνουν πλακάτ “We believe all victims”. Ήταν εκεί στο ταραγμένο 2018 όταν ο Τραμπ προσπαθούσε –και τελικά κατάφερε– να διορίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ τον υπερσυντηρητικό Bret Kavanaugh και άρχισαν να βγαίνουν οι μαρτυρίες των γυναικών που είχε επιτεθεί και κακοποιήσει σεξουαλικά. Τις θυμάμαι και στις πορείες κάνα δυο χρόνια νωρίτερα, με ροζ σκουφάκια με αυτιά γάτας που φώναζαν δυνατά εναντίον του ίδιου του Τραμπ, παίζοντας στα δάχτυλα τις λίστες των γυναικών που κακοποίησε, βίασε, παρενόχλησε. “We believe all victims” σκίζανε τις πέρλες τους και τα προνόμιά τους, μέχρι που ένα θύμα μίλησε για κάποιον δικό τους.

H Tara Reade κατήγγειλε την επίθεσή της από τον πατρικό, μειλίχιο και αγαπητό σε όλον αυτόν τον κύκλο του λευκού φεμινισμού και των identity politics, Joe Biden, την ήρεμη φιγούρα με την υπέροχη σύντροφο και μια δόση τραγικότητας στο παρελθόν του, και τα πλακάτ κατέβηκαν σε μια νύχτα. Ξαφνικά, δεν πιστεύαμε όλα τα θύματα, αλλά μόνο εκείνα που ενίσχυαν την δική μας αφήγηση για το ποιος είναι κακός και ποιος καλός. Η υπόθεση του Kavanaugh είχε φοβερή κάλυψη από τα media, ενώ το όνομα της Tara Reade είναι χωμένο κάτω από το χαλί που σπρώχνουν οι Δημοκρατικοί ό,τι τους ξεβολεύει –και με το άλλο χέρι κάνουν το σήμα της ειρήνης. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι μεγάλες δηλώσεις υποστήριξης προς όλα τα θύματα έρχονται με ένα αστεράκι που παραπέμπει στις προϋποθέσεις και ψιλά γράμματα στο τέλος της σελίδας. Η Lena Dunham, σημαιοφόρος της γυναικείας ενδυνάμωσης για ένα φεγγάρι, είπε ψέματα και έσκιζε τα ιμάτιά της για να υποστηρίξει έναν συνάδελφο και φίλο της, προσπαθώντας να βγάλει τρελή την κοπέλα που τον κατήγγειλε για βιασμό —μόνο για να επανέλθει αργότερα να ζητήσει συγγνώμη, έκανε λάθος, τελικά δεν ήξερε τα πάντα, δεν ήξερε καλύτερα από το θύμα του βιασμού τι έγινε εκείνη την μέρα στο δωμάτιο που δεν βρισκόταν η ίδια και ίσως, λέμε ίσως, δεν έπρεπε να μιλήσει δημόσια με τόση σιγουριά. Με τον ίδιο τρόπο που κατέληξαν οι δικαστές ότι δεν μπορεί να μιλάει η πρώην σύζυγος του Johnny Depp με σιγουριά για το τι συνέβη με την κακοποίηση της επόμενης συντρόφου του.

Για εσένα που δεν ξέρεις αν πρέπει να κάνεις δηλώσεις ή όχι, να ένας απλός κανόνας: αν δεν ήσουν εκεί μπροστά, δεν είσαι αυτόπτης μάρτυρας, μάλλον δεν μπορείς να πεις τι συνέβη. Και η μαρτυρία του θύματος μετράει περισσότερο από την «αποψάρα» σου. Το ότι δεν σου ταιριάζει με την εικόνα που έχεις εσύ προσωπικά για κάποιον, ότι δεν σου φέρθηκε εσένα έτσι (εξαιρετικά προβληματικό όταν ένας άντρας μιλάει για έναν άλλο άντρα φίλο του για το πώς φέρεται σαν σύντροφος), το ότι υπάρχει κι άλλη πλευρά που μπορεί να μην γνωρίζεις γιατί δεν είσαι μια παγκόσμια σταθερά και γύρω από σένα μετριούνται τα πάντα, δεν σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι λένε ψέματα. Είναι πολύ εύκολο να δαιμονοποιήσουμε μια γυναίκα, να την απαξιώσουμε, να την μειώσουμε μέχρι να μην ακούγεται άλλο η φωνή της και εκεί ακριβώς στηρίζεται αυτή η κουλτούρα βιασμού και κακοποιητικής συμπεριφοράς. Ο μόνος τρόπος να αλλάξει είναι να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή χώρο για να ακουστεί και η φωνή των θυμάτων (ή ακόμα καλύτερα survivors) χωρίς να σπεύσουν όλοι να τους ξαναβάλουν το χέρι πάνω από το στόμα τους.

Η κωμικός Sarah Silverman μίλησε πολύ ειλικρινά γι’ αυτή την δυσκολία να μείνεις για λίγο στην άκρη ενώ το αρχικό σου ένστικτο είναι να υπερασπιστείς τον φίλο σου, όταν έγιναν γνωστές οι καταγγελίες παρενόχλησης για τον Louis CK. Και είπε το πιο ανθρώπινο: ότι πιστεύει τις άλλες γυναίκες, απλώς χρειάζεται λίγο χρόνο να το επεξεργαστεί, γιατί δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό της αυτή η πλευρά του Louis με την πλευρά που ξέρει εκείνη σαν φίλη του τόσα χρόνια. Καλωσήρθατε στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης! Η Silverman ήταν η μόνη που παραδέχτηκε ότι αν πραγματικά θέλεις να σταθείς δίπλα στα θύματα, πρέπει να δεχτείς την αλήθεια τους (όπως το δικαστήριο, άλλωστε) και τελικά να σκεφτείς πόσο αυτό επηρεάζει την σχέση σου με τον θύτη. Δεν γίνεται να διαχωρίσεις τον βιασμό από τον βιαστή και να κάνεις διάφορα άλματα λογικής για να μην βρεθείς στη θέση να παραδεχτείς ότι είτε μπορείς να είσαι φίλη με έναν βιαστή ή απλώς δεν πιστεύεις τις γυναίκες που δικαιώθηκαν και δικαστικά, γιατί δεν θέλεις να χειριστείς την επώδυνη πλευρά της αλήθειας. 

Μιλώντας για άλματα λογικής, το αγαπημένο μου είναι “να διαχωρίσουμε τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο” που προσπαθεί να κάνει το απόλυτο ξέπλυμα του να ξαναπροσλάβουμε στα στούντιο και την σκηνή τους βιαστές και κακοποιητές γιατί φέρνουν εισιτήρια ή φήμη. Όχι, δεν γίνεται να διαχωρίσουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη, γιατί αφενός ο άνθρωπος αυτός, ο βίαιος, ο κακοποιητής, ο βιαστής, ο παιδεραστής, κάνει την ζωή που θέλει με την ιδιότητά του σαν καλλιτέχνης και αφετέρου ο ίδιος προβάλει ακριβώς αυτόν τον ρόλο σαν καλλιτέχνης/παραγωγός/whatever για να έχει πρόσβαση και να μπορέσει να βιάσει, εκβιάσει, κλωτσήσει, χαϊδέψει, καταστρέψει καριέρες και ζωές θυμάτων. Και τελικά, να το πούμε μια και για πάντα, δεν είναι οι καταγγελίες που στην δική του περίπτωση κατέστρεψαν την καριέρα ή την φήμη, αλλά η στιγμή που ίδιος κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του. 

Και μια που μιλάμε για την στιγμή, την κακιά στιγμή που επίσης χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές τους για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, λες και γλίστρησαν σαν καρτούν πάνω σε μια φλούδα μπανάνας και έπεσαν κατά λάθος πάνω στην πόρτα του γραφείου τους πριν την κλειδώσουν για να βιάσουν την γυναίκα μέσα εκεί, ας πάμε για λίγο στην υπόθεση που άλλαξε τον τρόπο που μιλάμε για θύματα και θύτες και την κακή επιλογή της στιγμής: τον Brock Allen Turner που βίασε την 22χρονη Chanel Miller καθώς ήταν αναίσθητη. Είδαμε με τα μάτια μας την αλλαγή στα πρωτοσέλιδα και τη δημόσια κουβέντα που ακολούθησε. Η αρχή ήταν σταθερά από το πολυαγαπημένο ανά τους αιώνες victim blaming “μα, κι αυτή, γιατί ήπιε τόσο πολύ που λιποθύμησε;” και την διαρκή αναφορά στον θύτη σαν “φοιτητή του Standford και μεγάλου αθλητή” που προσπαθούσε να χτίσει ένα προφίλ καλού παιδιού από καλή οικογένεια που απλώς έκανε ένα μικρό λάθος (και δεν μπορούμε πια να του το κρατήσουμε για πάντα έτσι;).

Από εκεί περάσαμε στην ερώτηση, ότι ίσως, αν δεις μια κοπέλα λιπόθυμη στο δρόμο, δεν θα έπρεπε η πρώτη σου αντίδραση να είναι να καλέσεις ένα ασθενοφόρο αντί να σκεφτείς ότι μπορείς να την κακοποιήσεις και θα το αξίζει κιόλας; Και τελικά, σ’ αυτούς τους δύο αντίδικους, μήπως δεν φταίει  για ό,τι συνέβη το άτομο που δεν είχε τις αισθήσεις του, αλλά ο άλλος, ο ενήλικος που ήξερε τι έκανε; Μετά την καταδίκη, οι τίτλοι των σελίδων “ο φοιτητής του Standford και κορυφαίος αθλητής που κατηγορείται για βιασμό”, έγιναν απλώς “ο βιαστής”. Κι εκεί προσπάθησε να τον υπερασπιστεί μια φίλη του, υποστηρίζοντας ότι “δεν γίνεται να του καταστρέψει την ζωή ένα νεανικό λάθος”, γεγονός που ξεσήκωσε άλλη σειρά διαμαρτυριών (και ακυρώσεων στις εμφανίσεις της μπάντας της) και έτσι κάπως καταλάβαμε ότι επιτέλους αλλάζουν τα πράγματα. Ότι δεν είναι ούτε η κακιά στιγμή, ούτε “ένα λαθάκι”, μια απερισκεψία, αλλά μια εγκληματική πράξη.

Φαντάζεστε αν κάποιος είχε επιτεθεί στην αναίσθητη γυναίκα και την χτυπήσει τόσο άγρια που να ήταν στο νοσοκομείο; Κανείς δεν θα έβγαινε να πει για αυτόν τον κατηγορούμενο “μια πλακίτσα έκανε μωρέ, αλλά είναι καλό παιδί, αθλητής, μην του καταστρέψουμε την ζωή επειδή παρασύρθηκε και έσπασε μερικά κόκαλα ενός αναίσθητου συνανθρώπου του”. Για όλα τα άλλα εγκλήματα και τις βίαιες επιθέσεις, παίρνουμε σαφή θέση, ειδικά αν έχει καταδικαστεί κι επίσημα ο ένοχος. Δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις πχ από το θύμα και αυτόν που του χτύπησε το κεφάλι προκαλώντας εγκεφαλικές βλάβες, ούτε φταίει το θύμα που περιέφερε το κεφάλι του “προκλητικά” κάνοντας τον κατηγορούμενο να μην μπορεί να συγκρατηθεί και να θέλει οπωσδήποτε να το κάνει λιώμα. Ούτε θα λέγαμε ποτέ να ζητήσουν και οι δυο συγγνώμη και να συνεχίσουν πιασμένοι χέρι χέρι στο ηλιοβασίλεμα. 

Άλλαξε δραστικά η κουβέντα γύρω από τον βιασμό, την κακοποίηση και την παρενόχληση την τελευταία 5ετία. Αλλά, ακόμα έχει δρόμο να διανύσει. Σκαλοπάτια να ανέβει. Εμπόδια να καταρρίψει. Και είναι κάτι που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε τώρα, να πούμε τις λέξεις, να τις ακούσουμε, να κάνουμε ειλικρινή αυτοκριτική. Να βάλουμε τον ρόλο του σχολείου μέσα σε όλο αυτό. Δεν μπορούμε να μετακυλίσουμε αυτό το σκοτάδι στα παιδιά μας, λέγοντας τα αγαπημένα κλισέ της αθάνατης ελληνικής οικογένειας που προτιμάει να σε κατασπαράξει παρά να εκτεθεί ή να καταλήξουμε ότι έτσι γίνονταν πάντα τα πράγματα και τι να κάνουμε μωρέ. Ούτε φυσικά μπορούμε να αφήσουμε τα αρπαχτικά των κουτσομπολίστικων να πάνε την κουβέντα στην σκανδαλοθηρία και όχι στην ουσία τους –ένας σαφής κίνδυνος αυτήν την στιγμή που εκτός των άλλων βγάζει και τα χειρότερα ένστικτά μας. 

Αρκετά κρατήσαμε τα μισοσκόταδα και τους ψιθύρους που ευνοούσαν μόνο τη βία και προστάτευαν τους θύτες. Πιστεύουμε όλα τα θύματα. Και για λίγο πρέπει να κάνουμε στην άκρη και να τους αφήσουμε να μιλήσουν. Γιατί εμείς όλοι ήμασταν ο λόγος που δεν μπόρεσαν να τα πουν μέχρι τώρα. 

Α, θυμάσαι τότε στα Όσκαρ που εμφανίζονταν στο κόκκινο χαλί με το hashtag “Enough is Enough” κεντημένο, χτυπημένο σε προσωρινά τατού, τυπωμένο σε τσαντάκια; Πάμε όλοι μαζί: ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ. 

(Θα περάσουμε μερικές μέρες για να διανύσουν αυτές οι λέξεις την απόσταση από τον υπολογιστή μου στο γραφείο και τελικά στο site. Δεν ξέρω πώς θα έχει εξελιχθεί η κουβέντα μέχρι τότε και πόσοι ακόμα θα “έχουν πέσει από τα σύννεφα γιατί δεν του φαινόταν”. Αυτό που ξέρω είναι ότι σ’ αυτήν την κουβέντα δεν μπορούμε να έχουμε ίσες αποστάσεις, ουδετερότητα, ισοπεδωτικά συμφιλιωτική διάθεση. Ναι στη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία. Ναι στην επέμβαση των ειδικών. Ναι στον δημόσιο διάλογο. Αλλά κατά τα άλλα: Φτάνει πια.) 

Διαβάστε επίσης | GenX Mess: Η συνέντευξη