genx-mess-η-συνέντευξη-155504

Οι συνεντεύξεις δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Σημαντικό μειονέκτημα, αν σκεφτείς το επάγγελμα που δηλώνω στην εφορία. Ενώ τις διαβάζω με ευχαρίστηση, δεν μου αρέσει να είμαι στη θέση αυτού που κάνει τις ερωτήσεις. Όχι γιατί δεν τις έχω πρόχειρες. Μάλλον το αντίθετο. Έχω πάντα πολλές ερωτήσεις. Υπερβολικά πολλές. Και είμαι πάντα πολύ περίεργη να γνωρίσω τον άλλο. Να τα πούμε. Να παραγγείλουμε και δεύτερο καφέ και να καθίσουμε στο σημείο του ραντεβού και να μιλάμε με τις ώρες. Αλλά αυτό δεν ταιριάζει πολύ καλά με τους περιορισμούς των λέξεων, του χώρου, του περιεχομένου, της δομής της ίδιας που θα έπρεπε να έχει μια συνέντευξη για κάποιο έντυπο μέσο. Άσε που τα μισά απ’ όσα εκμυστηρευόμαστε στο τέλος είναι off the record. Κάποτε είχαμε βρει μια λύση, κόβαμε τις συνεντεύξεις μου στη μέση, κάποιες ερωτήσεις στο τεύχος στα περίπτερα και οι υπόλοιπες στην ιστοσελίδα του περιοδικού για να χωρέσουν όλα. Δεν γίνεται πάντα αυτό όμως. Και έτσι συνέχισα να αποφεύγω τις συνεντεύξεις, ενώ με χαρά πήγαινα στις φωτογραφήσεις ή τις συναντήσεις των άλλων δημοσιογράφων με τον συνεντευξιαζόμενο, για να τους γνωρίσω από κοντά. 

Κουμπάκι fast forward στο σήμερα, που δεν έχω αλλάξει θεμελιακά σαν άνθρωπος αλλά ανέλαβα με παράλογη χαρά ένα project για το τμήμα Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν εδώ στο χιονισμένο Αν Άρμπορ και η ιδέα είναι –καλά το μάντεψες– συνεντεύξεις. Και όχι αυτές οι λίγο πιο φιλικές στον χρήστη με την απόσταση της σελίδας και τον ήχο του πληκτρολογίου, αλλά οι άλλες, οι αμείλικτες, οι ζωντανές σε σύνδεση zoom.  

Η ιδέα ξεκίνησε, όπως όλες οι καλές ιδέες, πάνω από μια κούπα καφέ με την Dr. Άρτεμις Λεοντή που εκτός από φίλη είναι και η κάτοχος της έδρας Καβάφη, και μια κουβέντα που πάντα γυρίζει στην Ελλάδα, τη νοσταλγία μας, αλλά και τον τρόπο που την βλέπουν στο εξωτερικό. Τον τρόπο που ακόμα και στην πιο απόμακρη γωνία του πλανήτη θα βρεις ανθρώπους να παίζουν στα δάχτυλα το γενεαλογικό δέντρο του Δία ή θα έχουν ένα μαγνητάκι με την Ακρόπολη της Αθήνας στο ψυγείο τους, αλλά δεν έχουν ιδέα τι κάναμε τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, πώς περνάμε τον χρόνο μας βρε παιδί μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που γνώρισα την μαμά του συζύγου μου, Αμερικανίδα δικηγόρος από τη Μινεσότα, με κατακόκκινα ιρλανδικά μαλλιά και μαργαριτάρια στο λαιμό και μόλις με είδε απήγγειλε αποσπάσματα από τις Βάκχες με άψογη προφορά — αλλά δεν ήξερε κανέναν σύγχρονο συγγραφέα, ποιητή, δημιουργό, ούτε από σπόντα κανέναν νομπελίστα. 

Είναι περίεργο συναίσθημα να έρχεσαι από μια τόσο πολιτιστικά πλούσια χώρα και να συνειδητοποιείς ότι για τον υπόλοιπο πλανήτη δεν υπάρχουμε, η ζωή μας δεν συνέβη ποτέ, ο χρόνος πάγωσε γι’ αυτούς σε μια ιδέα που μαθαίνουν από βιβλία και το μόνο που μπορούν να ανασύρουν από την μνήμη τους για την τύχη των Νεοελλήνων είναι κάτι πρωτοσέλιδα των Times για την οικονομική μας κρίση. Θυμάμαι μια παρέα κάποτε στο Παρίσι, όταν ένας από τους συνδαιτημόνες μας είπε ότι σπούδασε “World Literature” και ο απέναντί του, Αυστριακός κριτικός τέχνης του ζήτησε να ονομάσει έναν Έλληνα συγγραφέα του 20ου αιώνα κι εκείνος κόμπιασε. Η ιδέα της “παγκόσμιας λογοτεχνίας” (που αν βάλεις τις χώρες που αντιπροσωπεύει πάνω σε έναν χάρτη θα έχεις ένα ωραιότατο σχεδιάγραμμα της αποικιοκρατίας) μας προσπέρασε και μας άφησε πίσω, μαζί με τόσα άλλα μοντέρνα προγράμματα των humanities. Δεν φταίει ο συγκεκριμένος απόφοιτος της Σορβόννης, απλώς νομίζω ότι δεν τα έχουμε πάει καλά στο rebranding μας εδώ και κάμποσους αιώνες. 

Πάνω στο δεύτερο καφέ λοιπόν με την Άρτεμη, αποφασίσαμε να το αλλάξουμε αυτό –γιατί αν κάτι μου έμαθε η ζωή με τους Έλληνες του εξωτερικού είναι πως δεν αρκεί να γκρινιάξεις για κάτι που δεν σου αρέσει, πρέπει να περάσεις και στο επόμενο βήμα, τη δράση, την πρωτοβουλία, την κίνηση να το διορθώσεις όσο μπορείς. Υπό την επήρεια της καφεΐνης και του ενθουσιασμού μας, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια σειρά από συνεντεύξεις, παρουσιάσεις σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών, καλλιτεχνών, ακτιβιστών, αθλητών, γενικά ανθρώπων που αφήνουν ένα αποτύπωμα στην πολιτιστική μας κουβέντα και την ποπ κουλτούρα χωρίς να είναι απαραίτητα τυλιγμένοι με λευκά κομμάτια υφασμάτων –με λαμπρή εξαίρεση τους Burger Project που αν καταφέρουμε και τους καλέσουμε θα θέλαμε να φοράνε φουστανέλες με martens όπως τους αγαπήσαμε στο Six D.O.G.S.

Και κάπως έτσι φτιάξαμε το Generation G: Greek, gifted and global και η πρώτη μας κουβέντα ήταν με την υπερταλαντούχα Mary Katrantzou το φθινόπωρο –το μόνο καλό του χάους που δημιούργησε η πανδημία στις Εβδομάδες Μόδας του Σεπτεμβρίου ήταν ότι καταφέραμε να βρούμε ένα κενό στο πρόγραμμα των πιο πολυάσχολων σχεδιαστών για συνεντεύξεις. Σε περίπτωση που κάνεις τον κόπο και το δεις, θα παρατηρήσεις τον επαγγελματισμό της Μαίρης και της Αρτέμιδος και την αεικίνητη αμηχανία μου, μπαίνω και βγαίνω από το focus της κάμερας, κουνάω τα χέρια μου όταν μιλάω (αν με έβλεπαν οι παλιοί μου καθηγητές στην Καλιφόρνια που έκαναν όλα αυτά τα μαθήματα για την τηλεόραση μέσα σε πραγματικά στούντιο θα κουνούσαν το κεφάλι απογοητευμένοι), αλλά στο τέλος θέλω να πω ότι, όσο έξω κι αν περιπλανιέμαι από το comfort zone μου, τελειώνω τις κουβέντες μας πάντα χαρούμενη, πάντα ενθουσιασμένη με τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου. Το ίδιο και με την δεύτερη καλεσμένη, την φωνάρα των πιο αγαπημένων αθηναϊκών μου αναμνήσεων, την Idra Kayne, που έχω ακούσει άπειρες φορές σε ταράτσες στο Γκάζι, αλλά ποτέ δεν είχα γνωρίσει από κοντά. Και μιλήσαμε πολλή ώρα και θα μιλούσαμε ακόμα αν δεν λυπόμουν την Ρέιτσελ που έπρεπε να συντονίσει τους υπότιτλους σε μια συνέντευξη που είχε περισσότερες διακοπές, γέλια και ατάκες από ότι επιτρέπει η τεχνολογία του συγχρονισμού των timestamps. 

Και μπορεί να έχω όλες αυτές τις ανασφάλειες και τα τικ, μπορεί να μισώ να ακούω την φωνή μου μαγνητοσκοπημένη (δεν πιστεύω να είσαι κανένας κανονικός άνθρωπος που δεν έχει πρόβλημα με αυτά;), μπορεί να δυσκολεύομαι να ακολουθήσω τη δομή της συνέντευξης και να έχω πάντα την ιδέα του καφέ και της κουβέντας, αλλά ποτέ δεν θα πάψω να προσπαθώ να προωθήσω, να παρουσιάσω και να δείξω στον υπόλοιπο πλανήτη πόσο υπέροχοι είναι οι σύγχρονοι Έλληνες. Με χιτώνες, φουστανέλες ή prints.

Διαβάστε επίσης | GenX Mess: Το ημερολόγιο μιας αιώνιας φοιτήτριας