Η ιστορία με το δέντρο είναι τραγελαφική και ίσως ο λόγος που κάποτε θα μου πάρουν πίσω την πράσινη κάρτα. Πριν τόσα πολλά χρόνια που ζούσα στο Λος Άντζελες με την Συγκάτοικο, όταν ήρθε η ώρα του Χριστουγεννιάτικου στολισμού, διαπιστώσαμε πως πάλι είχαμε εξαντλήσει το μηνιάτικό μας σε παπούτσια και καλλυντικά — κάτι που μπορούσαν να προβλέψουν όλοι εκτός από εμάς. Το σπίτι μας ξέμεινε με τα ίδια λαμπάκια που έτσι κι αλλιώς είχαμε στολισμένα όλο τον χρόνο.
Την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων, όμως, όταν βγήκαμε έναν περίπατο στη γειτονιά (όντας οι μόνοι άνθρωποι που περπατάνε στο LA) με το που ανοίξαμε την πόρτα, παγώσαμε: όσο έφτανε το μάτι μας, ξαπλωμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα στα πεζοδρόμια, πεταμένα άδοξα στην άκρη του δρόμου. Τώρα ξέρουμε ότι τα μαζεύει η πόλη για να τα κάνει ροκανίδια ή mulch, αλλά τότε ήταν σαν να βρεθήκαμε ξαφνικά στο νεκροταφείο των Χριστουγέννων.
Όταν συνήλθαμε (γιατί όταν είσαι στα 20 κάτι συνέρχεσαι γρήγορα από μεθύσι και συναισθηματισμό) διαλέξαμε το μεγαλύτερο και το πιο φουντωτό δέντρο, πιάσαμε από μία άκρη και το κουβαλήσαμε σπίτι, σαν ετεροχρονισμένη εορταστική κάρτα. Περήφανες με το κατόρθωμά μας, το στολίσαμε με σκουλαρίκια, κολιέ και τιάρες (δυστυχώς, οι γείτονες δεν σκέφτηκαν να βγάλουν και τις μπάλες για ανακύκλωση), το καμαρώσαμε, βγάλαμε selfies (με ψηφιακές κάμερες και όχι κινητά, αν είναι δυνατόν) και το ξεχάσαμε. Κυριολεκτικά. Έμεινε εκεί να ρίχνει τις βελόνες και τα κλαράκια του, μέχρι τον Φεβρουάριο (μπορεί να ήταν και Μάρτιος, δεν ορκίζομαι).
Μια μέρα που μας έπιασε η νοικοκυροσύνη, το βγάλαμε κι εμείς στο πεζοδρόμιο, μόνο και μόνο για να να μας το επιστρέψουν στην πόρτα με ένα ροζ χαρτάκι από τον δήμο ζητώντας 350 δολάρια για την απομάκρυνσή του εκτός σεζόν. Σ’ αυτό το σημείο κοιταχτήκαμε πανικόβλητες γιατί –καλά το μάντεψες– είχαμε πάλι φάει το μηνιάτικό μας σε παπούτσια και καλλυντικά. Ξεμείναμε λοιπόν με το ξεραμένο δέντρο μας και καταστρώσαμε το σχέδιο: μόλις νύχτωσε το ρίξαμε στο πίσω κάθισμα του ανοιχτού αυτοκινήτου μας (ναι, ζούσαμε το καλιφορνέζικο όνειρο με τον αέρα να χτυπάει τα μαλλιά μας διαρκώς, κυρίως γιατί είχε χαλάσει η κουκούλα και δεν καταφέραμε ποτέ να την σηκώσουμε, αλλά δεν είχαμε και χρήματα για να την φτιάξουμε γιατί τα τρώγαμε όλα σε παπούτσια και καλλυντικά) και οδηγήσαμε προς μια τυχαία κατεύθυνση.