the-genx-mess-δώρα-κρυμμένα-στις-ντουλάπες-155504

Όποτε βρίσκαμε ευκαιρία ψάχναμε τις ντουλάπες και τα πατάρια για τα κρυμμένα δώρα. Ξέραμε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, αλλά κρατούσαμε τα προσχήματα από αγάπη προς το τελετουργικό των κουτιών με τα πολύχρωμα χαρτιά περιτυλίγματος και τους φιόγκους που εμφανίζονταν κάτω από το δέντρο “μαγικά”. Θυμάμαι τη φορά που ο αδερφός μου εντόπισε και άνοιξε προσεκτικά το σελοτέιπ ενός τυλιγμένου, μακρόστενου κουτιού και διαπιστώσαμε ότι ήταν το αρμόνιο που ζητούσα για μήνες. Χάρηκα τόσο πολύ που έπεσα από την καρέκλα που είχα σκαρφαλώσει και ο αδερφός μου θύμωσε γιατί κόντεψαν να μας κάνουν τσακωτούς να ψάχνουμε.

Η μαμά μου άπλωνε βαμβάκι πάνω από την φάτνη για να φανεί χιονισμένη και μου υπενθύμιζε τη σειρά που έμπαιναν οι μπάλες: οι μεγάλες στα χαμηλά κλαριά, όσο ανεβαίνεις μικραίνουν και μην ξεχνάς την πίσω πλευρά του δέντρου, αυτή που ακουμπάει στον τοίχο. Κάθε χρόνο στολίζαμε το δέντρο και γέμιζαν τα χέρια μου χρυσόσκονη και μόλις έκλειναν τα σχολεία αφήναμε την Αθήνα με παραφορτωμένα αυτοκίνητα που κολλούσαν στις ουρές των διοδίων και στολίζαμε και δεύτερο δέντρο στο εξοχικό. Θυμάμαι εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μπάλες της δεκαετίας του ‘80 που δεν με άφηναν ν’ αγγίξω γιατί έσπαγαν εύκολα με έναν κρυστάλλινο ήχο, και διαλύονταν σε άπειρα κομματάκια που χώνονταν στο χαλί και έκαναν την μαμά μου ν’ αναστενάζει βαθιά.

Γαρίφαλο και κανέλα και βουνά από μελομακάρονα με ψιλοκομμένα καρύδια, μαρτυριάρηδες κουραμπιέδες που άφηναν αποτυπώματα ζάχαρης παντού, σιροπιαστά γλυκά και τα χρυσά κουτιά με τις πραλίνες του Λεωνίδα που πηγαινοέρχονταν με τις επισκέψεις μας. Καινούργια ρούχα και μοχέρ που γαργαλούσαν το λαιμό, γυαλιστερά λουστρίνια που μας χτυπούσαν τα μικρά δαχτυλάκια αλλά δεν τολμούσαμε να το ομολογήσουμε γιατί τα είχαμε ζητήσει επίμονα στο μαγαζί, είχαμε ορκιστεί ότι μας κάνουν και ότι θα τα φοράμε συνέχεια.

Στα τραπέζια λέγαμε πως θα είμαστε “μεταξύ μας” αλλά μετρούσα 11 πιάτα προσεκτικά και 11 σετ από μαχαιροπίρουνα, τα έστρωνα όπως μου μάθαιναν μαζί με τα ποτήρια και τις σιδερωμένες πετσέτες, μια τελετουργία που με έκανε να νιώθω μεγάλη, σημαντική, έβγαιναν τα καλά σερβίτσια, αυτά που μου άρεσαν τόσο πολύ και συνήθως ήταν κλειδωμένα σε ένα σερβάν, κάτσε να ξαναμετρηθούμε, τέσσερις εμείς, πέντε οι θείοι και τα ξαδέρφια, δύο οι παππούδες, έντεκα καρέκλες στο σαλόνι και έντεκα τα πιατάκια του γλυκού που περίμεναν μαζί με το επιδόρπιο.

Οι μεγάλοι μαζεύονταν γύρω από το τζάκι, μας φαινόταν αστείο που είχαν φορέσει γραβάτες και σετ με χρυσαφικά για να καθίσουν εκεί που καθόμασταν κάθε μέρα όλοι μαζί. Αντίθετα με τα πολυπληθή γλέντια της πρωτοχρονιάς, η μέρα των Χριστουγέννων ήταν πάντα για εμάς, “μεταξύ μας” λέγαμε και ξέραμε τι εννοούσαμε, ένας πυρήνας γύρω από τον οποίο μεγάλωσα και έμαθα τον κόσμο. Αυτός ο κύκλος των 11 που με τα χρόνια έχει διαλυθεί και ξαναμοιραστεί σαν πρωτοχρονιάτικη τράπουλα, κάποτε γίναμε λιγότεροι και μετά περισσότεροι, ήρθαν σύντροφοι και μωρά, τα πρώτα από αυτά είναι έφηβοι πια και τώρα τρώνε στα σπίτια των φίλων τους, αλλάζοντας και πάλι τον αριθμό των σερβίτσιων.

Μου άρεσε να τους βλέπω όλους μαζεμένους και χαρούμενους, με ωραία ρούχα στα στολισμένα σαλόνια, ήταν αυτή η αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά, οι μεγάλοι έκαναν αστεία που δεν πιάναμε ακριβώς αλλά γελούσαμε έτσι κι αλλιώς και περιμέναμε την ώρα που θα μας άφηναν να πιούμε μια γουλιά από το ποτήρι της σαμπάνιας τους –δεν ομολογήσαμε ποτέ ότι είχε απαίσια μυρωδιά και ότι δεν πίναμε πραγματικά, αφού είχαμε επιμείνει τόσο πολύ να τη δοκιμάσουμε.

Οι παιδικές αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα είναι πάντα ζεστές και γαργαλιστικές σαν τις φλοκάτες στο εξοχικό που οι μαμάδες επέμεναν να στρώνουν γιατί ταίριαζαν με τη ρουστίκ διακόσμηση, αλλά μας τσιμπούσαν όταν καθόμασταν οκλαδόν να παίξουμε Γκρινιάρη και Ιπποποταμάκια. Πριν από 1-2 χρόνια είδα σε ένα παιχνιδάδικο τα Πιγκουινάκια, αυτά που ανεβαίνουν την σκάλα μόνα τους και κατεβαίνουν με τσουλήθρα και το πήρα στα παιδιά μου όλα χαράᐧ δεν συγκινήθηκαν πολύ, ίσως γιατί δεν το βρήκαν τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί κάτω από το δέντρο όπως εγώ.

Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που θα δουν κάποτε σε ένα παιχνιδάδικο και θα λιώσουν από νοσταλγία, όπως εγώ με τις Bibi-bo και τις Παταπούφες. Τι είναι αυτό που θα τους μείνει τελικά από τα νομαδικά Χριστούγεννα της ζωής μας, από εκείνα στην Κωνσταντινούπολη όπου το ένα εμπορικό κέντρο που είχε στολίσει έλατο, το κατέβασε τη μέρα των Χριστουγέννων γιατί απειλούσαν ότι θα το κάψουν, ως το σπίτι των αμερικάνων παππούδων που αν πηδούσες από το μπαλκόνι μπορούσες να βουτήξεις ολόκληρος στο χιόνι που είχε συσσωρευτεί στον κήπο.

Ή τη μία φορά που καταφέραμε να συντονίσουμε εισιτήρια και άδειες και πήγαμε στην Ελλάδα, και τα κουτιά που τους περίμεναν κάτω από το δέντρο των άλλων παππούδων ήταν κυριολεκτικά μεγαλύτερα από αυτούς τους ίδιους. Μπερδεύονται κιόλας, στο εξωτερικό ο Άγιος Βασίλης έρχεται τη μέρα των Χριστουγέννων, στην Ελλάδα την πρωτοχρονιά, πακέτα μέσα σε κάλτσες και κάτω από το δέντρο, έχουμε χάσει πια τον υπολογισμό, αναρωτιέμαι διαρκώς αν όλα αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν στην εποχή της κατανάλωσης με τα δωμάτια γεμάτα παιχνίδια και άλλα παιχνίδια, θα ζήσουν ποτέ την χαρά του κρυμμένου κουτιού που μπορεί να σε κάνει να πέσεις απ’ την καρέκλα.

Δεν θυμάμαι τι τρώγαμε σ’ αυτά τα τραπέζια των Χριστουγέννων, άλλες πιατέλες έρχονταν στο τραπέζι των παιδιών και άλλες στους μεγάλους, πίναμε όμως κόκα κόλα ελεύθερα χωρίς κανείς να μας ελέγχει κατ’ εξαίρεση και ξεχωρίζαμε χειρουργικά από τα σουφλέ τα μανιτάρια που δεν μας άρεσαν. Δεν υπάρχει τίποτα που να με πονάει περισσότερο από το γεγονός ότι δεν μπορώ να χαρίσω τέτοιες αναμνήσεις στα παιδιά μου, να τα κάνω να νιώσουν τη σταθερότητα του πυρήνα πάνω στον οποίο μπορείς να πατήσεις με σιγουριά για να εκτιναχθείς σε όποια κατεύθυνση θέλεις, που δεν μετράνε σταθερά 11 πιάτα και 11 σετ μαχαιροπίρουνων με επισημότητα κάθε χρόνο, σαν mantra, καθησυχαστικό στην επανάληψή του για χρόνια.

Φέτος τα Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά για όλους μας. Ακόμα και για εμάς τους τυχερούς της ιστορίας που έχουμε παιδικές αναμνήσεις μόνο από ζεστά σπίτια και κουτιά της El Greco, τα σερβίτσια θα πρέπει να μείνουν μονοψήφια και οι συγκεντρώσεις πραγματικά “μεταξύ μας”. Ίσως είναι η μόνη χρονιά που δεν θα νιώθω τύψεις που τα παιδιά μου πάλι δεν έμαθαν τα κάλαντα και δεν χτύπησαν την πόρτα των παππούδων τους με τα τρίγωνα στο χέρι.

Φέτος τα Χριστούγεννα θα έχουν μικρά τραπέζια και μεγάλες σιωπές, κάποια σπίτια πιο σιωπηλά από τα άλλα, κάποιες σιωπές με μεγαλύτερο πόνο από τις άλλες. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε γύρω μας και να εκτιμήσουμε τι είναι σημαντικό. Να σκεφτούμε τι θα κάνουμε για να το κρατήσουμε. Πώς θα το μοιραστούμε με όσους δεν είναι τόσο τυχεροί. Μέχρι να μπορούμε να αγκαλιαστούμε και πάλι με ασφάλεια στις πόρτες των φίλων μας με καλωσορίσματα, ευχές και πραλίνες σε χρυσά κουτιά με κόκκινες κορδέλες, χρειάζεται υπομονή.

Αλλά όταν έρθει η ώρα να ξαναστρώσουμε το μεγάλο τραπέζι με τα καλά σερβίτσια, ν’ απελευθερώσουμε το μυαλό μας από αυτά που μας καταδιώκουν φέτος με μια απότομη κίνηση των χεριών που θ’ απλώσει το τραπεζομάντιλο από άκρη σε άκρη, λευκό σαν παχύ στρώμα από χιόνι που διαγράφει όσα υπάρχουν από κάτω και τα κάνει αγνά και έτοιμα να υποδεχτούν όσα έρχονται, όταν θα μετρήσουμε με ευχαρίστηση τον αριθμό των καλεσμένων και η μόνη μας αγωνία θα είναι αν φτάνουν οι καρέκλες, τότε θα νιώσουμε αυτήν την παιδική χαρά, ακριβώς σαν ν’ ανακαλύπτουμε δώρα κρυμμένα στα πάνω ράφια της ντουλάπας. Δώρα που τα ζητάμε εδώ και μήνες χτυπώντας τα πόδια μας στο πάτωμα και κλαίγοντας. Και θα είναι τόσο μεγάλη η έκπληξη και ο ενθουσιασμός όταν τα ξετυλίξουμε επιτέλους που μπορεί να μας κάνουν να πέσουμε από την καρέκλα μας.

Διαβάστε επίσης | The GenX Mess: Tα γενέθλια