Όποτε βρίσκαμε ευκαιρία ψάχναμε τις ντουλάπες και τα πατάρια για τα κρυμμένα δώρα. Ξέραμε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, αλλά κρατούσαμε τα προσχήματα από αγάπη προς το τελετουργικό των κουτιών με τα πολύχρωμα χαρτιά περιτυλίγματος και τους φιόγκους που εμφανίζονταν κάτω από το δέντρο “μαγικά”. Θυμάμαι τη φορά που ο αδερφός μου εντόπισε και άνοιξε προσεκτικά το σελοτέιπ ενός τυλιγμένου, μακρόστενου κουτιού και διαπιστώσαμε ότι ήταν το αρμόνιο που ζητούσα για μήνες. Χάρηκα τόσο πολύ που έπεσα από την καρέκλα που είχα σκαρφαλώσει και ο αδερφός μου θύμωσε γιατί κόντεψαν να μας κάνουν τσακωτούς να ψάχνουμε.
Η μαμά μου άπλωνε βαμβάκι πάνω από την φάτνη για να φανεί χιονισμένη και μου υπενθύμιζε τη σειρά που έμπαιναν οι μπάλες: οι μεγάλες στα χαμηλά κλαριά, όσο ανεβαίνεις μικραίνουν και μην ξεχνάς την πίσω πλευρά του δέντρου, αυτή που ακουμπάει στον τοίχο. Κάθε χρόνο στολίζαμε το δέντρο και γέμιζαν τα χέρια μου χρυσόσκονη και μόλις έκλειναν τα σχολεία αφήναμε την Αθήνα με παραφορτωμένα αυτοκίνητα που κολλούσαν στις ουρές των διοδίων και στολίζαμε και δεύτερο δέντρο στο εξοχικό. Θυμάμαι εκείνες τις χριστουγεννιάτικες μπάλες της δεκαετίας του ‘80 που δεν με άφηναν ν’ αγγίξω γιατί έσπαγαν εύκολα με έναν κρυστάλλινο ήχο, και διαλύονταν σε άπειρα κομματάκια που χώνονταν στο χαλί και έκαναν την μαμά μου ν’ αναστενάζει βαθιά.
Γαρίφαλο και κανέλα και βουνά από μελομακάρονα με ψιλοκομμένα καρύδια, μαρτυριάρηδες κουραμπιέδες που άφηναν αποτυπώματα ζάχαρης παντού, σιροπιαστά γλυκά και τα χρυσά κουτιά με τις πραλίνες του Λεωνίδα που πηγαινοέρχονταν με τις επισκέψεις μας. Καινούργια ρούχα και μοχέρ που γαργαλούσαν το λαιμό, γυαλιστερά λουστρίνια που μας χτυπούσαν τα μικρά δαχτυλάκια αλλά δεν τολμούσαμε να το ομολογήσουμε γιατί τα είχαμε ζητήσει επίμονα στο μαγαζί, είχαμε ορκιστεί ότι μας κάνουν και ότι θα τα φοράμε συνέχεια.
Στα τραπέζια λέγαμε πως θα είμαστε “μεταξύ μας” αλλά μετρούσα 11 πιάτα προσεκτικά και 11 σετ από μαχαιροπίρουνα, τα έστρωνα όπως μου μάθαιναν μαζί με τα ποτήρια και τις σιδερωμένες πετσέτες, μια τελετουργία που με έκανε να νιώθω μεγάλη, σημαντική, έβγαιναν τα καλά σερβίτσια, αυτά που μου άρεσαν τόσο πολύ και συνήθως ήταν κλειδωμένα σε ένα σερβάν, κάτσε να ξαναμετρηθούμε, τέσσερις εμείς, πέντε οι θείοι και τα ξαδέρφια, δύο οι παππούδες, έντεκα καρέκλες στο σαλόνι και έντεκα τα πιατάκια του γλυκού που περίμεναν μαζί με το επιδόρπιο.
Οι μεγάλοι μαζεύονταν γύρω από το τζάκι, μας φαινόταν αστείο που είχαν φορέσει γραβάτες και σετ με χρυσαφικά για να καθίσουν εκεί που καθόμασταν κάθε μέρα όλοι μαζί. Αντίθετα με τα πολυπληθή γλέντια της πρωτοχρονιάς, η μέρα των Χριστουγέννων ήταν πάντα για εμάς, “μεταξύ μας” λέγαμε και ξέραμε τι εννοούσαμε, ένας πυρήνας γύρω από τον οποίο μεγάλωσα και έμαθα τον κόσμο. Αυτός ο κύκλος των 11 που με τα χρόνια έχει διαλυθεί και ξαναμοιραστεί σαν πρωτοχρονιάτικη τράπουλα, κάποτε γίναμε λιγότεροι και μετά περισσότεροι, ήρθαν σύντροφοι και μωρά, τα πρώτα από αυτά είναι έφηβοι πια και τώρα τρώνε στα σπίτια των φίλων τους, αλλάζοντας και πάλι τον αριθμό των σερβίτσιων.