Ένα χέρι βγαίνει από το παραθυράκι στον τοίχο, μπλε γάντι και λευκό μανίκι, μου δίνει έναν αχνιστό καφέ. Η παραγγελία, η πληρωμή, όλα έχουν γίνει ανέπαφα, δεν είδα ποτέ το πρόσωπό τους, το πήρα με χαρά και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Στο Μίσιγκαν των -6 βαθμών Κελσίου και των χιονονιφάδων που κάθονται στις βλεφαρίδες σου σαν φινάλε από σκηνή του Frozen, ο μόνος τρόπος να δούμε τους φίλους μας είναι έξω, στον ανοιχτό χώρο, τα πάρκα και τους πεζόδρομους, κρατάμε τους καφέδες μας και με τα δυο χέρια για να μείνουν ζεστά μέσα στα γάντια τους και περπατάμε κάτω από σειρές δέντρων με φωτάκια, μιλώντας, γελώντας και κυρίως συμφωνώντας ότι τίποτα δεν θα μας κάνει να το βάλουμε κάτω. Τους λέω για κάτι χειμωνιάτικες βόλτες στο Βερολίνο, εκεί που επισκεπτόμουν τις Ξαδέρφες για τα Erasmus και τα μεταπτυχιακά τους και ξεχνούσα να φύγω, εκεί που καθόμασταν για ζεστές σοκολάτες και τα καφέ μας μοίραζαν κουβέρτες να τυλίξουμε τα πόδια μας, εκεί που κρατούσαμε το ζεστό γκλουβάιν με τα δυο χέρια και περπατούσαμε στις χριστουγεννιάτικες αγορές με τα ξύλινα στολίδια, τότε ακόμα και το κρύο ήταν μια περιπέτεια, ο λόγος να αγοράσουμε αστεία σκουφιά και χοντρά κασκόλ που ποτέ δεν ξαναφορέσαμε στην Αθήνα.
Τα παιδιά χοροπηδάνε μπροστά στο παράθυρο με το πρώτο χιόνι, βάζουν αμέσως τα ολόσωμα snowsuits και κατρακυλάνε τον μικρό λόφο στο πάρκο, κάνουν βαρελάκια και γελάνε τόσο δυνατά που οι μάσκες τους φουσκώνουν σαν αερόστατα.
“Τα παιδιά προσαρμόζονται πιο εύκολα”, λέμε όλοι και κουνάμε το κεφάλι πίσω από κασκόλ και μάσκες και θολωμένα γυαλιά, θέλουμε να το πιστέψουμε γιατί νιώθουμε τύψεις, ενοχές, νιώθουμε υπεύθυνοι γι’ αυτόν τον παράλογο κόσμο που τους έκλεισε τα σχολεία, έτσι κι αλλιώς πάντα οι γονείς νιώθουν τύψεις με το παραμικρό, κι εγώ λίγο παραπάνω, εγώ που τα έχω ταξιδέψει τόσο πολύ, που έχουν αλλάξει περισσότερα σπίτια και σχολεία από τα χρόνια τους σε τρεις διαφορετικές ηπείρους, σαν ζωντανές βαλίτσες όπως λέει και η άλλη Ξαδέρφη στις ιστορίες της για την μετανάστευση με παιδιά και τα χαζεύουμε στο χιόνι τραβώντας τα σκουφιά μας λίγο πιο χαμηλά, να καλύψουν όσο μπορούν από τα πρόσωπα και την κούρασή μας και ξαναλέμε όλοι μαζί σαν χορωδία που προσπαθεί να δώσει θάρρος στους θεατές, “τα παιδιά προσαρμόζονται πιο εύκολα”.
Είναι οι τσιρίδες τους που με ξυπνάνε οριστικά από το λήθαργο της αυτολύπησης και αποφασίζω ότι εκείνος ο παλιός τρόπος είναι καλύτερος ν’ αντιμετωπίσεις όσα σου έρχονται, κάνω μερικά αστεία για τα άπειρα στρώματα ρούχων που μας μετατρέπουν σε φιγούρες κόμικ και σπάω τον πάγο με τους άλλους γονείς. Τις επόμενες μέρες θα συναντήσω τις φίλες μου για κοκτέιλ με ισοθερμικά και χοντρά παλτό, θα τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας με γάντια, θα τυλίξω μια κουβέρτα στα πόδια μου και θα καθίσω στα σκαλιά του σπιτιού τους να τις δω, να μάθω τα νέα τους, να καλύψω αυτήν την ανάγκη της κοινωνικοποίησης, εδώ που νυχτώνει από τις 4 το απόγευμα και οι γιοι μου χορεύουν από ενθουσιασμό κάτω από το φεγγάρι ότι ζούμε περιπέτειες “στα μεσάνυχτα” όταν τους παίρνω από το χέρι και πάμε για κρουασάν στις 7 το βράδυ.