the-genx-mess-νυχτερινές-βιτρίνες-155504

Τις είδα στη βιτρίνα σε μια από τις βραδινές βόλτες της αϋπνίας. Ήταν την εβδομάδα των εκλογών που δεν καταφέραμε να κοιμηθούμε, ο λαιμός μας σφιγμένος με την χαρά πριν από την εκδρομή του σχολείου, αλλά και τον τρόμο ότι θα βρέξει και θα ακυρωθούν όλα. Περπατούσα με δύο φίλες στο ασυνήθιστα γεμάτο πεζοδρόμιο και σταματήσαμε μπροστά από μια βιτρίνα με παπούτσια. Και ήταν εκεί, βαθυκόκκινες, γυαλιστερές, μεγαλοπρεπείς. Οι DrMartens που θύμιζαν εκείνες που φορούσα στο λύκειο, όταν η μαμά μου ανησυχούσε ότι θα “χαλάσουν τα ποδαράκια μου” και ότι “θα σκάσω μες στο κατακαλόκαιρο”, αλλά ήταν τα ‘90ς και η στολή μας ήταν τζιν και μάρτινς και λευκά t-shirts, και μερικές φορές κοντά φορέματα πάνω από αυτά τα t-shirts, ίδια με της Liv Tyler και της Alicia Silverstone στα βίντεο κλιπ των Aerosmith. Χάζευα την βιτρίνα και νοσταλγούσα εκείνες τις άλλες βόλτες που κάναμε κάποτε στο κέντρο της Αθήνας με την Σολέρο, στις άλλες αϋπνίες των 20κάτι αγωνιών που δεν είχαν να κάνουν με προεδρικές εκλογές και τον πλανήτη που αυτοκαταστρέφεται, αλλά για εξεταστικές και αγόρια που δεν απαντούσαν σε μηνύματα.

Τότε γυρνούσαμε στο κέντρο της πόλης ψάχνοντας έναν τρόπο να καθησυχάσουμε την αγωνία της ζωής που μας περίμενε, ενώ νιώθαμε βαθιά μέσα μας ότι δεν ήμασταν έτοιμες να πάρουμε φόρα και να πηδήξουμε στον μετεφηβικό γκρεμό ανάμεσα στα κλισέ των ενήλικων υποχρεώσεων και τον παραλογισμό της κοριτσίστικης τόλμης. Παρά το βαρύ μακιγιάζ και τα περίπλοκα outfits που προγραμματίζαμε με επιστημονική σοβαρότητα πριν από κάθε έξοδο, τον ενθουσιασμό των προοπτικών για φλερτ και ολονύχτιους χορούς, πολύ συχνά βαριόμασταν τα μπαρ και καταλήγαμε στο καφέ στην πλατεία Κολωνακίου που έμενε ανοιχτό όλο το βράδυ να παραγγέλνουμε ζεστές σοκολάτες βιενουάζ με έξτρα σαντιγί. Και να κάνουμε βόλτες μπροστά από τις φωτισμένες βιτρίνες και τους ήσυχους δρόμους. Τίποτα δεν ηρεμούσε τις αγωνίες μου, όσο ο ήχος των βημάτων μας στο έρημο κέντρο, οι φωτισμένες σειρές από παπούτσια και η ζεστή αίσθηση από γλυκιά σοκολάτα. Έχουν μεσολαβήσει σχεδόν δύο δεκαετίες από εκείνα τα βράδια και όλα έχουν αλλάξει: το κέντρο, η πόλη, η φίλη, τα παπούτσια, τα φώτα, η σοκολάτα. Όλα.

Οι βαθυκόκκινες μάρτινς ήταν εκεί όμως, να μου θυμίσουν την μυρωδιά του CK One και το βάρος από τα σακίδια που φορούσαμε υποχρεωτικά στον έναν ώμο. Τα φώτα της βιτρίνας ήταν εκεί να μου θυμίσουν το Coco Mademoiselle και την φίλη που με βεβαίωνε ότι όλα θα πάνε καλά. Η αϋπνία ήταν εκεί να μου θυμίσει ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα γύρω μας, αλλά μπορούμε να ελέγξουμε τον τρόπο που αντιδρούμε σ’ αυτά. Και τελικά, η ζεστή σοκολάτα ήταν εκεί να μου θυμίσει ότι παρόλο που δεν ζητάμε πια έξτρα σαντιγί, θα βρίσκουμε πάντα φίλους να μας συντροφεύουν στις βραδιές αγωνίας, όπου και αν είμαστε στον πλανήτη.

Την επόμενη μέρα φόρεσα την μάσκα μου και μπήκα στο μαγαζί. Τις δοκίμασα λίγο ντροπαλά και περίμενα να μου ταιριάξουν γάντι, όπως εκείνες οι παλιές, εκείνες που φορούσα στο σχολείο και στις κοπάνες και ακόμα και στους χορούς κάτω από από μια μακριά φούστα με μια σειρά κουμπιά μπροστά και ψιλά γκρίζα λουλουδάκια. Αλλά, από εκείνες τις παλιές μάρτινς, έχουν μεσολαβήσει τόσα πολλά άλλα παπούτσια. Τα σταράκια των φοιτητικών μου εξορμήσεων, τα vans των καλιφορνέζικων περιπετειών, τα τακούνια του γραφείου, τα σανδάλια σχεδιαστών στα περιοδικά μόδας, τα λουστρινένια Louboutin στα σκαλιά του δημαρχείου, οι αδιάβροχες μπότες της Νέας Υόρκης και οι σαγιονάρες των ελληνικών νησιών, τα σνίκερς που τρέχουν πίσω από μικρούς ανθρώπους που φορούν σχεδόν τα ίδια σε μικρογραφίες.

Έχουν μεσολαβήσει τόσα πολλά παπούτσια που οι μάρτινς μου φάνηκαν ξένες, άβολες, αφιλόξενες. Έκανα μερικά βήματα μόνο με την δεξιά, ζήτησα να βάλω και την άλλη. Ζευγάρι. Ίδιες, αλλά όχι ακριβώς. Έδεσα τα κορδόνια και αναρωτήθηκα αν οι σημερινοί έφηβοι έχουν κάποιο cool τρόπο να δένουν τα κορδόνια τους ή αν όλα αυτά ήταν κολλήματα δικά μας που προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να φανούμε διαφορετικοί μεγαλώνοντας σε μια κουλτούρα ισοπεδωτικής ομοιογένειας. Απογοητεύτηκα με την σκληρότητα του καινούργιου παπουτσιού γιατί ήλπιζα να αισθανθώ την οικειότητας της επιστροφής κάπου που σε αγαπάνε. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Και εκεί, επιτέλους, τις αναγνώρισα. Ήταν οι βαθυκόκκινες μάρτινς της εφηβείας μου, ακόμα και αν όλα τα άλλα ήταν διαφορετικά. Χαμογέλασα με το τωρινό μου χαμόγελο που δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το παλιό, το ντροπαλό και πρόσφατα απελευθερωμένο από σιδεράκια. Εκείνο το χαμόγελο που με ακολούθησε σε όλα αυτά τα χρόνια βαθαίνοντας τις γραμμές του σαν παρενθέσεις.

Θα τις πάρω, ανακοίνωσα στην πωλήτρια που είχε μείνει πίσω από το πλέξιγκλας διαχωριστικό. Θα τις πάρω γιατί είναι ολόιδιες με αυτές που φορούσα την μέρα που φίλησα για πρώτη φορά τον μεγάλο εφηβικό μου έρωτα, είπα και γέλασα μόνη μου. Μερικά πράγματα μένουν διαχρονικά και αναλλοίωτα ε; επέμεινα, όταν δεν απαντούσε στον ενθουσιασμό μου. Ναι, συμφώνησε διστακτικά. Αυτές, βέβαια, είναι βελτιωμένη εκδοχή από τις παλιές, συμπλήρωσε, είναι εκατό τοις εκατό vegan.

Διαβάστε επίσης | High Fidelity: Όταν το σινεμά γίνεται μέρος της πραγματικής ζωής