the-x-file-ο-χορός-160890

«Ξέρεις τι μου έχει λείψει; Να χορέψω». Μισό ακριβώς λεπτό μετά το μήνυμα που έστειλα στη φίλη μου, μου ήρθε ένα μέιλ γεμάτο links από το YouTube με δικές της αυτοσχέδιες περιγραφές: «Δύο τρελές Γερμανίδες κάνουν ζούμπα» (με φόντο ένα παιδικά ζωγραφισμένο ουράνιο τόξο για φόντο), «μια μαύρη χοροπηδάει σε μια κουβέρτα πικ νικ στην εξοχή» (από το goop) κι ένα «αξιοπρεπέστατο session αεροβικής με καλλίγραμμες ξανθιές σε αποστειρωμένο περιβάλλον γυμναστηρίου» (παρκέ κλπ).

Με συγκίνησε η άμεση και τόσο χειρουργικά μελετημένη ανταπόκρισή της, αλλά δεν ήταν αυτό που ζητάω. Αυτό που ζητάω είναι μια νύχτα στην Cinderella με κομφετί και μποά, ψευτο-Στούντιο 54 με αληθινό κέφι όμως. Όπως πριν λίγα χρόνια όταν η φίλη μου, ανήμερα των γενεθλίων μου, απήγαγε μια διερχόμενη τούρτα με αναμμένα κεράκια και μου την πρόσφερε. Φύσηξα πανευτυχής τον αριθμό 25 και την παρέδωσα στον πραγματικό 25άρη εορτάζοντα. Ο χιπισμός δεν εκτιμήθηκε αρχικά, αλλά στο τέλος χορεύαμε όλοι μαζί σαν συνομήλικοι. Μια δεκαετία πάνω, μια δεκαετία κάτω, τι σημασία έχει, αφού αγαπάμε την ντίσκο;

The X-File: Ο χορός-1
©H Ξένια Κουναλάκη.
1/1
Native Share

Δεν αγαπώ την ντίσκο, ψέματα λέω. Για την ακρίβεια τη σιχαίνομαι. Το καλοκαίρι του «Μάμα μία» ήταν για μένα εφιαλτικό: ΑΒΒΑ, καμπάνες και Σποράδες. Την αγάπησα όμως ένα βράδυ στη Νέα Υόρκη, στο Radio City Music Hall, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Pride Week, με Σίντι Λόπερ και Ντέμπι Χάρι χωρίς πολλή φωνή. Εκεί που η κατάσταση ήταν μάλλον ύπνος και πίναμε βαριεστημένα κοκτέιλ από ψηλά πλαστικά ποτήρια σε σχήμα γυναικείας γάμπας, εμφανίστηκε ο τραγουδιστής των Erasure να πει το You make me feel mighty real. Βρεθήκαμε λοιπόν όλοι να χοροπηδάμε πάνω κάτω με αυτόν τον queer ύμνο. Και τότε κατάλαβα ότι αυτή η επιτηδευμένη ελαφρότητα της ντίσκο μπορεί να έχει και λυτρωτικό χαρακτήρα.

Αν και δεν έχει και τόση σημασία η μουσική. Θυμάμαι το μάθημα του Στέφανου στο γυμναστήριο, που μένει μήνες τώρα κλειστό. Είχα μια εγγενή καχυποψία γιατί άκουγα κάτι έντεχνα ελληνικά να παιανίζουν και με ‘πιανε φρίκη. Κι όμως Πέμπτη πρωί, 11 η ώρα, μπαίναμε μέσα συγκροτημένες κυρίες και μας διέταζε «Αφεθείτε, κάντε ό,τι σας έρθει στο κεφάλι». Ήταν σαν drama therapy: έβλεπες μετά από λίγο μια θάλασσα από χέρια και πόδια να κυματίζουν αριστερά δεξιά, κεφάλια με κλειστά μάτια και καρφιτσωμένα χαμόγελα, ασυνάρτητη κομπανία, φαιδρό θέαμα, αλλά εμείς τότε ήμασταν χαρούμενες.

Στο χορό έχει ενδιαφέρον το στοιχείο της έκπληξης. Ένας παχουλός κύριος που στην πίστα μετατρέπεται σε μπρέικ ντάνσερ, μια σιωπηλή συνάδελφος που στα πάρτι στέφεται dancing queen, δυο τρία σκαλοπάτια στο Caveau de la Huchette στο Καρτιέ Λατέν κι όλοι οι θαμώνες χορεύουν σουίνγκ σαν να μην υπάρχει αύριο.

Τώρα που το σκέφτομαι αυτό που μου λείπει δεν είναι ακριβώς ο χορός. Είναι η ακατέργαστη, αδιαμεσολάβητη χαρά του. Η τελευταία φορά που χόρεψα ήταν μετά από ένα αρνητικό τεστ κορωνοϊού. Μόνη, στο σαλόνι.

Διαβάστε επίσης | The Vibe: Ο δρόμος που περπατάμε