Υπάρχει λόγος που συνδέουμε το κλασικό μπαλέτο με την έννοια της ομορφιάς. Άλλωστε, αποτελεί τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο εκγύμνασης. Αν μάλιστα αποσυνδεθεί από τα κλισέ που το συνοδεύουν, συνιστά ένα υπέροχο «ταξίδι» για το μυαλό, την ψυχή και το σώμα.
Θυμάμαι έντονα την εποχή που ξεκίνησα μπαλέτο, στα πέντε μου χρόνια. Ήμουν ενθουσιασμένη. Μέχρι να φτάσει αυτή η πολυπόθητη μέρα, φορούσα τα ροζ μου και έδινα αυτοσχέδιο σόου στο σαλόνι του σπιτιού μου. Και όταν ήρθε, επιτέλους, η στιγμή που θα έκανα το πρώτο μου αληθινό μάθημα, απογειώθηκα. Όμως, οι συμμαθήτριές μου είχαν όλες τσιριχτές φωνές και τσακώνονταν για το ποια θα είναι πρώτη στην μπάρα. Η κυρία που έπαιζε πιάνο ήταν ο πιο θλιμμένος άνθρωπος που είχα δει, ενώ η δασκάλα μας κρατούσε τη χαρακτηριστική βέργα και μας υποδείκνυε το σωστό.
Εγώ τα έκανα όλα λάθος: το πώς έδενα τις κορδέλες στα παπούτσια, τον κότσο στα μαλλιά και, φυσικά, τη στάση του σώματος. Δεν θυμάμαι ούτε ένα μάθημα εκείνη την εποχή στο οποίο να πέρασα καλά. Ευτυχώς, το «μαρτύριο» τελείωσε νωρίς. Το μπαλέτο μού χάρισε μια σχετική ευλυγισία, κάποιους μυς στα πόδια και ένα τσακισμένο ηθικό. Γιατί, παρά το απαθές ύφος που κάποια στιγμή φόρεσα προκειμένου να αποδείξω ότι πρέπει να σταματήσω, μου έμεινε απωθημένο ότι στην πραγματικότητα δεν τα είχα καταφέρει.
Αυτό το βίωμα μετατράπηκε σε πείσμα που με ώθησε να ασχοληθώ ξανά με το μπαλέτο ως ενήλικη. Με πιο ώριμη ματιά, χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες, αυτή τη φορά προσέγγισα τον κλασικό χορό σαν μια δραστηριότητα που θα γύμναζε το σώμα μου και ταυτόχρονα θα με χαλάρωνε και θα με «εξημέρωνε». Απαλλαγμένη από τον γνωστό ψυχαναγκασμό που συνοδεύει παραδοσιακά το μπαλέτο και από την ανάμνηση της στρυφνής ροζ εικόνας.