Κάθε μεσημέρι, στις 3 η ώρα ακριβώς , η γειτόνισσα κατέβαινε μέχρι πρόσφατα να παραλάβει την μεγάλη της κόρη από το σχολικό. Κάθε μεσημέρι, στις 3 η ώρα ακριβώς, κατέβαινε μαζί της και άλλη μία κοπέλα, πιο νέα –έτσι τη φαντάζομαι, δεν βγήκα ποτέ στο μπαλκόνι να τη δω – για να παραλάβει και εκείνη το δικό της παιδί. Κάθε μεσημέρι, στις 3 η ώρα ακριβώς, η άλλη κοπέλα συναντούσε τη μικρή κόρη της γειτόνισσας, έσκυβε πάνω από το καροτσάκι και με χαμογελαστή φωνή της έλεγε, κάθε μα κάθε μεσημέρι: «κοπέεεελα μου». Με τέσσερα «ε» το έλεγε και με τη φωνή της να ανεβαίνει λίγο στο τρίτο «ε», κάθε μεσημέρι, στις 3 η ώρα.
Μετά συζητούσαν για το φαγητό που είχαν φτιάξει, για το πόσο έχουν βαρεθεί να μαγειρεύουν κάθε μέρα και μ’ αυτά και μ’ αυτά σύντομα ακουγόταν ο ήχος του σχολικού, οι πόρτες που ανοίγουν με το παρατεταμένο «πφφφφφφφ», τα παιδάκια που κατεβαίνουν και οι τσάντες που σκαρφαλώνουν στους ώμους των μανάδων. Ύστερα ο δρόμος επέστρεφε ξανά στην ησυχία του.
Μέχρι που έκλεισαν τα σχολεία παρακολουθούσα κάθε μέρα με ενδιαφέρον την επαναλαμβανόμενη συνέπεια αυτή της σκηνής, καταγράφοντας ηχοχρώματα και ακουστικές λεπτομέρειες, από το τραπέζι όπου κάθομαι πλέον κι εγώ, κάθε μεσημέρι. Σε αυτό το τραπέζι στο οποίο μέχρι πρόσφατα μοιραζόμασταν τα γεύματά μας και που πια φιλοξενεί τον υπολογιστή μου, σημειωματάρια και χαρτιά, διάσπαρτα στιλό, τα επιτραπέζιά μας, συζητήσεις για τον αριθμό των κρουσμάτων της ημέρας, το γάτο που έχουμε βαρεθεί να τον διώχνουμε (αφού πλέον μας αγνοεί κατάμουτρα) αλλά και αυτή την βασανιστική ησυχία που με καταπίνει τις καθημερινές που δουλεύω μόνη μου από εδώ.
