Τόσο από την πρόσφατη σειρά από γυναικοκτονίες, όσο και από το γεγονός ότι η 30 Ιουλίου έχει επιλεγεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως ημέρα κατά της διακίνησης ανθρώπων (που γίνεται ως επί το πλείστον με αντικείμενο τη σεξουαλική εκμετάλλευση), έχει ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το πως ανατρέφουμε τα παιδιά μας, και πιο συγκεκριμένα τι πρότυπα τους δίνουμε (έμπρακτα) και πως αυτά επηρεάζουν την αντίληψή τους για τον κόσμο μεγαλώνοντας.
Εδώ βλέπουμε μία ενδεικτική μέτρηση όχι του περιεχομένου της τυπικής εκπαίδευσης, αλλά (μέρους) των προαναφερθέντων προτύπων (που επηρεάζουν αγόρια και κορίτσια εξίσου) που φαίνονται – αν και βελτιούμενα – προβληματικά.
Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό δεν δηλώνει ποιος εργάζεται, αλλά ποιος είναι διαθέσιμος/πρόθυμος να εργαστεί. Η ετήσια χρονοσειρά της ΕΛΣΤΑΤ προσφέρει συγκρίσιμα στοιχεία από το 1998.
Το παραπάνω γράφημα παρουσιάζει το ποσοστό κατά το οποίο η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό υπολείπεται αυτής των ανδρών. Στο διάστημα για το οποίο υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία έχει επέλθει μία βελτίωση από -25.9% σε -15.5%. Δυστυχώς, με αυτό το ρυθμό θα χρειαστούμε 33 χρόνια για να επιτευχθεί η ισότητα. Η Ελλάδα δεν είναι μοναδική σε αυτό, ούτε καν η χειρότερη, είναι όμως κοντά στην χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.
Αυτή η διαφορά δυστυχώς εκφράζει (σε μεγάλο βαθμό, όχι αποκλειστικά) τις γυναίκες εκείνες που δεν πήραν απλά μία λιγότερο απαιτητική δουλειά για να υποστηρίξουν τα σπίτια τους (άλλη συζήτηση) αλλά δεν συμμετείχαν καθόλου στην αγορά εργασίας. Εδώ υπεισέρχονται μια σειρά από λόγοι/αιτιάσεις.
Δεν βγαίνουν τα οικονομικά: Το κόστος της πρόσληψης ενός πλήρους απασχόλησης ανθρώπου για την φροντίδα του σπιτιού/παιδιών, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είναι απλά ένας βασικός μισθός, είναι απαγορευτικό για ένα γονέα που μπορεί να διεκδικήσει επίσης έναν βασικό μισθό. Οι λόγοι, στο περιθώριο, είναι δύο: Υπάρχει ένα κενό στις εργοδοτικές εισφορές (σαν εργαζόμενος, παρακρατούνται για λογαριασμό μου από τον εργοδότη μου, αλλά σαν εργοδότης πρέπει να τις αποδώσω για τον εργαζόμενό μου), άρα η εξίσωση λαμβάνω το βασικό (πλην παρακρατημένων εισφορών) – πληρώνω το βασικό (και αποδίδω τις εργοδοτικές εισφορές) καταλήγει με αρνητικό πρόσημο (μπαίνω μέσα). Επίσης, υπάρχει ένα κενό στο ωράριο αν πρέπει να μεταβώ σε κάποιο χώρο εργασίας.
Ακόμη όμως και αν η ‘εξίσωση’ έβγαινε, έστω μηδενική, θα είχε νόημα; Γιατί να αφήσω την ανατροφή των παιδιών μου σε κάποιον τρίτο; Όλοι μας είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να το κάνουμε καλύτερα. Εδώ, όμως, πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο το χρηματικό σκέλος της εξίσωσης, αλλά και το πληροφοριακό. Τι πρότυπα δίνω στο παιδί μου; Πως να πείσω, δια του πράττειν και όχι δια του λέγειν, ότι η γυναίκα δεν είναι προσάρτημα του ανδρός, αλλά αυθύπαρκτη οντότητα; Είναι βέβαιο ότι η ανατροφή των παιδιών είναι εργασία και μάλιστα παραπάνω από πλήρους απασχόλησης, αλλά δεν την αντιμετωπίζουμε ως τέτοια.