Η αλήθεια είναι πως το προσπάθησα. Για να μη χαλάσει η παρέα, για να μη χάσω τίποτα από την εμπειρία που όλοι ορκίζονταν ότι θα μου άλλαζε τη ζωή, για να εντυπωσιάσω τον καλλιτέχνη που ήθελε να κατασκηνώσουμε στην έρημο της Νεβάδα για το φεστιβάλ Burning Man. Φόρεσα το έτοιμο χαμόγελο που κάλυπτε το μείγμα από δυσαρέσκεια, τύψεις για την εν λόγω δυσαρέσκεια, θυμό και αυτομαστίγωμα επειδή δεν μπορούσα να είμαι σαν τους άλλους -φυσιολογική, άνετη, κουλ και να περνάω καλά στη φύση- και πήγα παντού: στο μεγαλείο των βουνών και των ωκεανών, σε ορειβασίες, ράφτινγκ και πεζοπορίες, στα χάικινγκ και στα γιόγκα ριτρίτ μέσα στα πεύκα και τις κάμπιες. Πέρασα μοναχικά καλοκαίρια ως φοιτήτρια όταν όλοι γύρω μου αποφάσιζαν, σε μια μαζική κρίση παράνοιας, ότι ο μόνος τρόπος να είσαι πραγματικά ελεύθερος είναι να γυρνάς γυμνός στη Χαλκιδική – δεν τους ξαναείδα μέχρι το φθινόπωρο. Παντρεύτηκα έναν Αμερικανό ελπίζοντας να γεράσουμε μέσα σε ένα Starbucks και μου βγήκε από αυτούς που βάζουν ξυπνητήρι για να σκαρφαλώσουν στα βουνά του Βερμόντ και να δουν το ξημέρωμα από την κορυφή. Το ίδιο και η οικογένειά του που, ναι, καλά το καταλάβατε, προπονούνται και τρέχουν μαραθώνιους την Ημέρα των Ευχαριστιών. Τους ακολούθησα για λίγο, για τους ίδιους λόγους: από περιέργεια, από ντροπή, από την ανασφάλεια του τι θα σκεφτούν για μένα. Γιατί υπάρχει αυτή η ανομολόγητη ιεραρχία της ηθικής ανωτερότητας των ανθρώπων που είναι δραστήριοι και φυσιολάτρες και βρίσκουν ειλικρινά καλή ιδέα να πάνε ως την Κόστα Ρίκα για διακοπές περνώντας τις μισές μέρες κρεμασμένοι σε καλώδια πάνω από τη ζούγκλα για το περίφημο ziplining.
Και πάνω που ήμουν έτοιμη να τσιρίξω ότι δεν είναι «περίπατος» αν πρέπει να ψαχνόμαστε μετά μήπως μας έμειναν τσιμπούρια από τα ελάφια, έκανα παιδιά. Πάλι από ενοχές, έσφιξα τα δόντια και κυλίστηκα στα χορτάρια και στις πέτρες, έμαθα πώς μοιάζει το poison ivy για να τα προειδοποιώ, πάτησα στον γλοιώδη βούρκο ποταμών και λιμνών, τσαλαβούτησα στα ρηχά μαζί τους ενώ σιχαίνομαι τα φύκια και προσποιήθηκα ότι ενθουσιάζομαι με τα βατράχια που ανακάλυπταν και τα τζιτζίκια που έπιαναν και μετά μου τα έδιναν να τα κρατάω για να κάνουν κούνια! Σε περίπτωση που δεν το ξέρετε, αυτή είναι μια συμπαντική αλήθεια: όταν ένα 4χρονο λέει «κλείσε τα μάτια και άνοιξε το χέρι», σκοπεύει να σου χαρίσει ένα σκουλήκι που μόλις βρήκε σκάβοντας το χώμα με την πλαστική μπουλντόζα του.
Φέτος, όμως, όλα άλλαξαν. Ή, τουλάχιστον, αποφάσισα να μην προσπαθώ άλλο να με αλλάξω, μετά το σοκ της πανδημίας και τη συνειδητοποίηση ότι στα 40 και κάτι μου βρίσκομαι κάπου στη μέση του προσδόκιμου ζωής – σκέψη καταθλιπτική και απελευθερωτική ταυτόχρονα. Στην καλύτερη περίπτωση μου μένουν άλλα 40 κάτι χρόνια σε αυτόν τον πανέμορφο πλανήτη, που θα επιμείνω ότι πρέπει να προστατέψουμε και να σώσουμε από την επερχόμενη καταστροφή. Αλλά δεν χρειάζεται να το κάνω μέσα από ποτάμια, που ορκίζομαι ότι πρέπει να κρατήσουμε καθαρά. Δεν θέλω να περάσω το υπόλοιπο μισό της ζωής μου με το ίδιο ψεύτικο χαμόγελο κάθε φορά που κάποιος προτείνει ενθουσιασμένος να περπατήσουμε κάπου όπου πρέπει να προσέξουμε τους σκορπιούς. Ή ότι η μαγική θέα αξίζει τις χαμένες ώρες ύπνου και ηρεμίας ανάμεσα σε δέντρα και ζωντανά πράγματα που κινούνται στα χορτάρια δίπλα στα πόδια σου και ποτέ δεν βλέπεις – μόνο ακούς.
Φέτος, λοιπόν, ανακάλυψα τη δική μου μαγεία, την απόλυτη ελευθερία, την πιο ωραία αίσθηση ηρεμίας: τη φράση «όχι, ευχαριστώ». Για πρώτη φορά χωρίς ντροπή, χωρίς τύψεις, χωρίς να αφήσω κανέναν να με γεμίσει ενοχές επειδή «χαλάω την παρέα», λέω ξανά και ξανά «όχι, ευχαριστώ». Και η αδρεναλίνη αυτής της μικρής φράσης δεν συγκρίνεται με κανένα σκαρφάλωμα σε σχοινένιες γέφυρες σε ύψος εκατοντάδων μέτρων πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Αυτή η μικρή φράση με γλίτωσε από τσιμπήματα κουνουπιών και άβολο ιδρώτα, αλλά και από το βάρος που κουβαλούσα τόσα χρόνια και δεν αναγνώριζα καν πόσο εξαντλητικό ήταν – το βάρος τού να είμαι σωστή, τέλεια, να μη δυσαρεστώ κανέναν, να μην είμαι η παράξενη, η διαφορετική, η ξινή της ομάδας. Με ένα «όχι, ευχαριστώ» έφυγε από πάνω μου όλη αυτή η καταπίεση που κατέληγε σε μίσος για τον ίδιο μου τον εαυτό, που δεν μπορούσε να είναι σαν τους άλλους, τους καλούς, τους φυσιολογικούς, αυτούς που χαίρονται τη φύση και μάλλον θα ζήσουν περισσότερο επειδή προτιμούν να κρέμονται από βράχια αντί να κάθονται σταυροπόδι και να πίνουν μαρτίνι. Βαρέθηκα να υποκρίνομαι, να περνάω άβολες στιγμές και να κάνω τη χαρούμενη, να συμφωνώ με όσα κάνουν τους άλλους χαρούμενους. Γιατί -δεν ξέρω αν γνωρίζετε και αυτή τη συμπαντική αλήθεια- η αυτοθυσία είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία για μία φορά, δοκιμαστικά, αλλά σαν γενικός τρόπος ζωής δεν είναι και πολύ διασκεδαστική. Περνάς καλύτερα όταν αποφασίζεις να κάνεις και τις δικές σου ανάγκες προτεραιότητα, να ζητήσεις από τους άλλους να συμβιβαστούν καμιά φορά και να μην επιτρέπεις σε κανέναν να σε πείσει ότι κάτι πάει πολύ στραβά μ’ εσένα μόνο και μόνο επειδή σου αρέσουν διαφορετικά πράγματα.