genx-mess-τι-συμβουλή-θα-έδινα-στον-πριν-17-χρόνι-155504

Στην Αμερική περιμένουμε το φετινό ξύπνημα των τζιτζικιών σαν γεγονός βιβλικών διαστάσεων. Ο New Yorker έκανε σειρά με γελοιογραφίες, τα κανάλια δίνουν οδηγίες, οι γείτονες σταματάνε την βόλτα με τους σκύλους τους να ανακοινώσουν ενθουσιασμένοι (και ελαφρώς τρομαγμένοι): άκουσα το πρώτο τζιτζίκι.

And so it begins (νταν νταν νταν).

Το κύμα των εντόμων δεν θα φτάσει μαυρίζοντας τον ουρανό ενώ τρέχουμε από κάτω σαν χιτσκοκικοί ήρωες, αλλά θα βγουν αργά από το χώμα. Εκεί ακριβώς που κοιμούνται εδώ και 17 χρόνια. Δεκαεφτά χρόνια περίμεναν αυτό το καλοκαίρι.

Όταν ξεκίνησαν τον υπνάκο τους, όλοι είχαμε πολύ λεπτά φρύδια, χαμηλοκάβαλα τζιν και θεωρούσαμε τα birkenstock σανδάλια για τους τουρίστες. Η Αθήνα ήταν φρεσκοβαμμένη και γυαλιστερή για τους Ολυμπιακούς, το Guru ήταν ανοιχτό και εμείς πίναμε τζιν και τόνικ με φέτες λεμονιού που ξέμεναν στα πεζοδρόμια της πλατείας Θεάτρου μέχρι το επόμενο πρωί.

Πριν 17 χρόνια δεν είχα γνωρίσει τον Σύζυγο, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα γίνω μαμά, δεν είχα πατήσει το πόδι μου έξω από την Ευρώπη, δεν είχα ιδέα για το πώς θα διαμορφωνόταν η ζωή μου. Ένιωθα, όμως, ένα διαρκές άγχος ότι δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά, ότι δεν κάνω τσεκ όλα τα κουτάκια που έπρεπε να έχει κάποιος στην ηλικία μου.

Αντίθετα με την προδιαγεγραμμένη καμπύλη ζωής των σωστών κοριτσιών, εγώ ήμουν single, έγραφα σε ένα περιοδικό που οι γονείς μου ανέφεραν μόνο ψιθυριστά και είχα αφήσει το πτυχίο μου σαν δαμόκλειο σπάθη να αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου, έτοιμο να πέσει και να με πλακώσει σε κάθε οικογενειακό γεύμα.

Η αλήθεια είναι πως εγώ αγαπούσα τις επιλογές μου. Και, για να τα λέμε όλα, περνούσα φα-ντα-στι-κά, ακόμα και με τις κακές μέρες ή τις απίστευτες ατάκες που άκουσα σαν λόγους χωρισμού και κάποτε λέω να κάνω ανθολόγιο. Και μακάρι να είχα την αυτοπεποίθηση να χαρώ το πώς πήγαινε η ζωή μου, χωρίς να νιώθω τύψεις που δεν εκπλήρωνα τις προσδοκίες άλλων.

Αν θα έδινα μια συμβουλή στον τότε εαυτό μου, στον πριν 17 χρόνια εαυτό με τον καλό μεταβολισμό και την αντοχή στα ξενύχτια, θα ήταν να τολμήσει ακόμα περισσότερο. Να χαρεί τις περιπέτειές του, ακόμα και τα λάθη του. Και να βγάλει πολλές πολλές φωτογραφίες. Ακόμα και τις μέρες που ένιωθα άσχημη ή ξενυχτισμένη (γκουχ, Μύκονος –μην με κρίνεις, τα ‘00s ήταν μια περίεργη εποχή για όλους μας), τώρα βλέπω αυτές τις φωτογραφίες και λιώνω από νοσταλγία. Δεν προσέχω  τους μαύρους κύκλους ή τα κιλά, δεν θυμάμαι τι νούμερο ήταν τα ρούχα μου ή αν έστρωναν τα μαλλιά μου, αλλά θυμάμαι τι με έκανε να γελάσω τόσο δυνατά εκείνη την στιγμή, τις φίλες και τις ξαδέρφες που είναι γύρω μου –επίσης ξενυχτισμένες με τα τακούνια στο χέρι, αλλά πιο όμορφες από ποτέ.

Και αν κάτι πρέπει να μάθω από όλο αυτό (πέρα από το να μην ξαναβγάλω τα φρύδια μου τόσο πολύ) είναι να χαρώ το πώς πάει η ζωή μου τώρα, αυτήν την στιγμή, αυτό το καλοκαίρι που περιμένουμε τα τζιτζίκια να ξυπνήσουν. Φέτος, θ’ αφήσω τις φωνές των άλλων πίσω μου για πάντα. Θα μάθω να μην συγκρίνω την προσωπική μου πορεία με τα στάνταρ που κάποιοι αποφάσισαν αυθαίρετα και επέβαλαν ισοπεδωτικά. Και θα βγάλω πολλές, πολλές φωτογραφίες. Γιατί δεν θέλω να με βλέπω σε 17 χρόνια και να μετανιώνω για όσα δεν έκανα, όσα δεν ευχαριστήθηκα, τις πολύτιμες ώρες που πέρασα με τύψεις και ανασφάλειες.

Όσο για τα τζιτζίκια; Όταν όλοι θα κλείνουν τα αυτιά τους, εγώ θα κλείνω τα μάτια μου και θα φαντάζομαι ότι είμαι ξαπλωμένη σε μια ψάθα κάτω από τ΄αρμυρίκια, αυτή την γλυκιά ώρα του απογεύματος, στην καλύτερη στιγμή της θερινής ραστώνης με τα αλάτια και την μυρωδιά του αντηλιακού καρύδα.

Διαβάστε επίσης | Μιλώντας για την Παλαιστίνη με τις Ισραηλινές φίλες μου