Την προηγούμενη εβδομάδα που είχαν γεμίσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λευκό και μπλε και συγκίνηση, παρασύρθηκα η μετανάστρια και ζήτησα από τη μαμά μου ν’ ανασύρει τα ένδοξα άλμπουμ με τις Αμαλίες και τους τσολιάδες και να μου στείλει καμία ωραία φωτογραφία, αφενός να δείξω στα παιδιά μου κάτι οικογενειακά επετειακό και αφετέρου να την ποστάρω με κάποιο εξυπνακίστικο σχόλιο από κάτω για να το παίξω άνετη και κουλ.
Αυτές του νηπιαγωγείου είναι κωμικές και γλυκές, όσο ανεβαίνουν τα χρόνια γίνονται πιο αδέξιες, από τη Γ’ γυμνασίου θυμάμαι κυρίως ότι φόρεσα για πρώτη φορά τακούνια και τον χαμό που γινόταν στα καφέ της πλατείας που πηγαίναμε μετά την παρέλαση. Αλλά είμαι γενικά περήφανη, ειδικά αφού στο γυμνάσιο η στολή μας ήταν αναπάντεχα κομψή, φορούσαμε όλοι λευκά πουκάμισα και μπλε πουλόβερ, λευκά γάντια και μπερέ. Πολύ ωραία, σκέφτηκα, κουνώντας το κεφάλι.
Χαζεύοντας τις φωτογραφίες που ο αγαπημένος μου αδερφός μετέτρεψε σε jpg και μου έστειλε με μέιλ, πέτυχα και τις παρελάσεις της Στ’ Δημοτικού. Για κάποιο λόγο, αυτές μου δημιουργούσαν μια απέχθεια, έναν βαθύ θυμό. Και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί, αφού τίποτα συνταρακτικά κακό δεν είχε συμβεί στην παιδική μου ηλικία και δεν νόμιζα ότι θα έχω τόσο έντονη αντίδραση σε αναμνηστικές φωτογραφίες. Τις κοίταζα και τις ξανακοίταζα, ήμουν παραστάτρια και στις δύο παρελάσεις της χρονιάς, περήφανη όπως φαίνεται, αλλά καθόλου χαμογελαστή.
Και τότε το θυμήθηκα. Την αδικία. Την πρώτη φορά στην ζωή μου που ένιωσα να με πνίγει αυτό το συναίσθημα για κάτι που δεν είχα ακόμα τις λέξεις να περιγράψω. Πριν αρχίσουμε τις πρόβες της παρέλασης λοιπόν, μας εξήγησε ο δάσκαλος τον σχηματισμό: οι δύο καλύτεροι μαθητές της τάξεις, που δικαιούνται να κρατήσουν την σημαία, ήταν κορίτσια, οπότε θα έμπαιναν στην άκρη, παραστάτριες. Γιατί την σημαία πρέπει να την κρατάνε τα αγόρια, τόνισε. Και μάλιστα όχι ένα τυχαίο αγόρι, αλλά ένα ψηλό, ένας λεβέντης.