Ακουμπάς το κεφάλι στο παράθυρο του λεωφορείου και νιώθεις με κάθε κραδασμό την πόλη σου. Δεν χρειάζεται να κοιτάς έξω. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Απ’ την άλλη πλευρά σέρνονται μόνο νεκροί. Λεωφόροι, πεζόδρομοι,, πάρκα, πλατείες, όλα ονοματεπώνυμα πεθαμένων, ξεχασμένων, μερικές φορές τονισμένα λάθος, φωτίζονται σαν φαντάσματα γύρω από τις πινακίδες. Σε όλη την διαδρομή, σε όλο το δίκτυο, όπου απλώνονται δρόμοι και τούνελ και σύρματα του τραμ, μόνο θάνατος και σαπίλα και σκόρπια δόντια σε μια χούφτα χώμα. Η Αθήνα δεν χωράει άλλους νεκρούς. Δεν υπάρχει ούτε παρτέρι διαθέσιμο ν’ αφιερωθεί σε άλλους καλλιτέχνες και πολεμιστές, ήρωες και θύματα, αγίους και αμαρτωλούς ονειροπόλους, επαναστάτες, Ικάρους που μπέρδεψαν τον ουρανό με την θάλασσα και βούτηξαν με αυτοπεποίθηση.
Η Αθήνα δεν έχει υπομονή για άλλους νεκρούς, δεν κάνει τον κόπο να τους θάψει, τους στέλνει πίσω στα χωριά τους να λιώσουν αμετακίνητοι κάτω από ρίζες βασιλικών. Κάποιους τους χώνει ασυνόδευτους στο τρένο για την Κομοτηνή, στα μνήματα που δεν κάνει σκιά κανένας σταυρός. Μόνο λίγους τους κρατάει, τους λιώνει μέσα της και πριν γίνουν διαμάντια και πετρέλαιο, τους ξαναφτύνει και τους τακτοποιεί σε κουτάκια, τους αρχειοθετεί σαν εμμονική βιβλιοθηκάριος, ο καθένας στο ράφι του με πλαστικά λουλούδια και ανάγλυφα ονόματα.
Η Αθήνα δεν έχει αγάπη για άλλο νεκρό. Τους έκλαιγε κάποτε όλους, τους αγκάλιαζε και τους θρηνούσε, αλλά ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, σκελετωμένοι και πεινασμένοι, σεσημασμένοι και ηττημένοι, σωτήρες και προδότες, αιώνες και χιλιετίες με πολέμους και ειρήνες και ειρηνικούς πολέμους και πολεμικές ειρήνες, άκουσε τις τελευταίες προσευχές σε θεούς και δαίμονες και είδε την προστάτιδά της να πετάει την ασπίδα και να φεύγει.
Η Αθήνα δεν θέλει άλλο νεκρό, πώς να το κάνουμε. Δεν έχει άλλο κρασί να τους πασαλείψει, ξεριζώσανε τα αμπέλια της, δεν έχει άλλο νερό να τους πλύνει, στέρεψαν τα ποτάμια της, δεν έχει τίποτα να σου χαρίσει πια, το ξέρεις, το νιώθεις στα τριξίματα του λεωφορείου πάνω στις λακκούβες και τα ρήγματα.