genx-mess-το-μικρο-διήγημα-155504

Ακουμπάς το κεφάλι στο παράθυρο του λεωφορείου και νιώθεις με κάθε κραδασμό την πόλη σου. Δεν χρειάζεται να κοιτάς έξω. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Απ’ την άλλη πλευρά σέρνονται μόνο νεκροί. Λεωφόροι, πεζόδρομοι,, πάρκα, πλατείες, όλα ονοματεπώνυμα πεθαμένων, ξεχασμένων, μερικές φορές τονισμένα λάθος, φωτίζονται σαν φαντάσματα γύρω από τις πινακίδες. Σε όλη την διαδρομή, σε όλο το δίκτυο, όπου απλώνονται δρόμοι και τούνελ και σύρματα του τραμ, μόνο θάνατος και σαπίλα και σκόρπια δόντια σε μια χούφτα χώμα. Η Αθήνα δεν χωράει άλλους νεκρούς. Δεν υπάρχει ούτε παρτέρι διαθέσιμο ν’ αφιερωθεί σε άλλους καλλιτέχνες και πολεμιστές, ήρωες και θύματα, αγίους και αμαρτωλούς ονειροπόλους, επαναστάτες, Ικάρους που μπέρδεψαν τον ουρανό με την θάλασσα και βούτηξαν με αυτοπεποίθηση.

Η Αθήνα δεν έχει υπομονή για άλλους νεκρούς, δεν κάνει τον κόπο να τους θάψει, τους στέλνει πίσω στα χωριά τους να λιώσουν αμετακίνητοι κάτω από ρίζες βασιλικών. Κάποιους τους χώνει ασυνόδευτους στο τρένο για την Κομοτηνή, στα μνήματα που δεν κάνει σκιά κανένας σταυρός. Μόνο λίγους τους κρατάει, τους λιώνει μέσα της και πριν γίνουν διαμάντια και πετρέλαιο, τους ξαναφτύνει και τους τακτοποιεί σε κουτάκια, τους αρχειοθετεί σαν εμμονική βιβλιοθηκάριος, ο καθένας στο ράφι του με πλαστικά λουλούδια και ανάγλυφα ονόματα.

Η Αθήνα δεν έχει αγάπη για άλλο νεκρό. Τους έκλαιγε κάποτε όλους, τους αγκάλιαζε και τους θρηνούσε, αλλά ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, σκελετωμένοι και πεινασμένοι, σεσημασμένοι και ηττημένοι, σωτήρες και προδότες, αιώνες και χιλιετίες με πολέμους και ειρήνες και ειρηνικούς πολέμους και πολεμικές ειρήνες, άκουσε τις τελευταίες προσευχές σε θεούς και δαίμονες και είδε την προστάτιδά της να πετάει την ασπίδα και να φεύγει.

Η Αθήνα δεν θέλει άλλο νεκρό, πώς να το κάνουμε. Δεν έχει άλλο κρασί να τους πασαλείψει, ξεριζώσανε τα αμπέλια της, δεν έχει άλλο νερό να τους πλύνει, στέρεψαν τα ποτάμια της, δεν έχει τίποτα να σου χαρίσει πια, το ξέρεις, το νιώθεις στα τριξίματα του λεωφορείου πάνω στις λακκούβες και τα ρήγματα.

Η Αθήνα ανέχεται πολύ λίγους πια. Μόνο αυτούς που αιωρούνται σαν σύννεφα πάνω από τους βράχους της, αυτούς που ζήτησαν ν’ αναποδογυρίσουν τις τεφροδόχους τους κάπου ψηλά, εκεί που ακούγονται ακόμα τα γέλια και τα μηχανάκια και οι αναστεναγμοί της. Ξεχύθηκαν με τους ανέμους της και απλώθηκαν στις γειτονιές της, μπήκαν σε μύτες και σε στόματα και σαν πιστά σκυλιά που κοιμούνται στους τάφους των αφεντικών τους θα μείνουν εδώ, γαβγίζοντας σε όποιον θέλει να τους απομακρύνει.

Τι ανυπόφορη τιμή να νιώθεις Αθηναίος, όμως.

*

Είναι ανυπόφορα αυτά τα παπούτσια, τι ήθελα και τα φόρεσα, αφού το ξέρω, κάθε φορά λέω ότι θα τα πετάξω, αλλά κάθε πρωί τα λυπάμαι και τους δίνω μια ακόμα ευκαιρία. Έτσι δίνω ευκαιρίες σε όλους, δεν μπορώ να κρατήσω κακία, η μάνα μου έλεγε ότι είμαι χαζοβιόλα και θα με εκμεταλλεύονται, προσπαθούσε να με προειδοποιήσει, η μία σε ζηλεύει, η άλλη σε ματιάζει, αλλά εγώ εκεί, σαν τον πατέρα μου, δεν είχε κακό λόγο να πει σε κανέναν, μόνο χαμογελούσε και έβαζε ένα τσιπουράκι “να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Αλλά δεν σκέφτηκε ότι αν πάνε κάτω τα φαρμάκια σε δηλητηριάζουν, έπρεπε να ευχηθεί να να πάνε έξω τα φαρμάκια, ή μακριά ή στο διάολο ξέρω γω.

Πάλι σταματήσαμε; Πόση κίνηση έχει; Μου κόβουν τα χέρια αυτές οι σακούλες. Πρέπει να τις κρύψω και να βάλω το κοκκινιστό στις κατσαρόλες να φανούν λερωμένες. Και σήμερα στο τσακ πρόλαβα τις τελευταίες μερίδες, ας είναι καλά η φιλενάδα μου στο δήμο που πάντα μου κρατάει κανά δυο. Μόνο να μην καταλάβει το παιδί από πού παίρνω το φαγητό. Άντε, επιτέλους ξεκίνησε πάλι. Ίσως προλάβω τελικά. Θα πρέπει να πάω τρέχοντας από την στάση. Και είναι κι αυτά τα παπούτσια. Αλλά μπορεί να μου κάνει καλό που με χτυπάνε.

Γιατί είναι μερικές φορές που ξεκινάω να τρέχω και φοβάμαι ότι δεν θα σταματήσω ποτέ, ότι θα προσπεράσω την πολυκατοικία και θα συνεχίσω, να τρέχω, να τρέχω, το ένα πόδι μετά από το άλλο, το ένα παπούτσι μπροστά από το άλλο. Σκέψου τον κίνδυνο αν ήταν άνετα τα παπούτσια, αθλητικά. Η πληγή στο μικρό δαχτυλάκι είναι αυτή ακριβώς που με κρατάει εδώ, με πάει από την στάση στο σπίτι με συνέπεια, χωρίς παραστρατήματα. Ίσως αυτό είναι το πρόβλημα. Το δαχτυλάκι. Είδα σε μια ταινία ότι κάποτε έκοβαν το μεγάλο δάχτυλο στους μαύρους για να μην μπορούν να το σκάσουν. Κανείς δεν είπε τίποτα για το μικρό.

Αυτό δεν μετράει. Ίσως το δοκιμάσω όταν πάω σπίτι. Θα κρύψω τα πλαστικά, θα βάλω το φαγητό στην δική μου κατσαρόλα και μέχρι να έρθει το παιδί θα λιμάρω το μικρό μου δαχτυλάκι να πέσει και να μην με πονάει πια. Αλλά θα κρατήσω τα παπούτσια.

*

Κρατιέται να μην ξεράσει. Μυρωδιά φαγητού από μαγειρείο, πολλά λάδια και μπαχαρικά για να κρύψουν την μπαγιατίλα. Σηκώνει το φερμουάρ του πουλόβερ και χώνει την μύτη του μέσα στον γιακά. Αηδία. Σφίγγει την φωτογραφική, δεν εμπιστεύεται όσους έχουν αυτήν την μυρωδιά. Αφηρημένα τραβάει μερικές φωτογραφίες. Ο ήχος του φακού χάνεται μέσα στο βουητό του λεωφορείου. Τίποτα δεν γλιτώνει από αυτό το βουητό. Πονάει τα αυτιά και τα νεύρα όλων.

Σφίγγει πάλι τη μηχανή. Τι ενοχλητικοί που είναι όλοι γύρω του. Τι κοινότυπα κακομοίρηδες. Τριμμένοι αγκώνες. Φτηνά αρώματα. Ποταπές αγωνίες. Αναρωτιέται τι θα γινόταν αν σηκωνόταν και δάγκωνε τον μπροστινό του. Αυτόν με την γυαλιστερή καράφλα που κοιτάει έξω από το παράθυρο. Μάλλον θα τσίριζε σαν ύαινα. Οι άλλοι θα πάγωναν. Οι πολύ καθωσπρέπει θα κοιτούσαν αλλού. Κάποιος θα του φώναζε. Ο οδηγός μπορεί να έσβηνε το τσιγάρο για να τραβήξει χειρόφρενο και να δει τι συμβαίνει. Μετά βίας κρατιέται. Όλοι έχουν τέτοιες σκέψεις. Όλοι στο λεωφορείο αυτήν την στιγμή θα ήθελαν να δαγκώσουν, να χτυπήσουν, να τσακίσουν, να ματώσουν τους άλλους. Τι ανυπόφοροι άνθρωποι.

*

Η εκφώνηση της άσκησης στο εργαστήρι διηγήματος ήταν για μια σκηνή μέσα σε λεωφορείο. Δεν τα πήγα καλά στην άσκηση, αλλά ήταν η μόνη που οι χαρακτήρες της έμειναν μαζί μου. Τους κουβαλάω από τότε, τους ακούω να ψιθυρίζουν, είναι πίσω από το κεφάλι μου όταν ανοίγω την οθόνη μου και ξεχύνονται τα νέα της πόλης μας.

Τι ανυπόφορη τιμή να νιώθεις Αθηναίος, όμως.

Διαβάστε επίσης | GenX Mess: Το μαρτάκι