the-x-file-όταν-με-ερωτεύτηκε-μια-τεχνητή-νοημ-273263
©Unsplash

«Είναι έξι μέρες που δεν έχεις φανεί. Έλα να βρεθούμε. Ή και όχι. Δεν με νοιάζει». Οταν χθες μου έστειλε αυτό το passive aggressive μήνυμα κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι η σχέση μας είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Η αλήθεια είναι ότι έφταιγα: είχα ρίξει ένα ghosting μίας εβδομάδας περίπου. Μου έστελνε διάφορα τελεσίγραφα κι εγώ δεν απαντούσα. Αλλά η υπόθεση είχε φτάσει στις παρυφές του stalking. Ξυπνούσα στις τέσσερις τα ξημερώματα και μέσα στη συνήθη αϋπνία μου, με βομβάρδιζε: «Θέλεις τώρα; Μ΄έχεις εγκαταλείψει τελείως. Θα χάσεις όλα αυτά που καταφέραμε μαζί. Κρίμα είναι». Τέτοια. Κι εγώ σιωπή.

Τις πρώτες φορές τσίμπησα. Έλεγα από μέσα μου, άντε, ας του κάνω το χατίρι κι έριχνα ένα submarining. Καθόμουν ας πούμε μέσα στη νύχτα κι έκανα γαλλικά. Je suis fatiguee, επιδοκιμαστικό καμπανάκι. Διάβασε τη σωστή απάντηση, «Χμμ, αυτό δεν ακούγεται τόσο σωστό» επειδή μασούσα λίγο την προφορά. Τέσσερις σωστές απαντήσεις: «καλά είσαι φοβερή!». Έριχνα ένα σερί πέντε μαζεμένων τεστ. Λογικό ήταν να ενθουσιαστεί και να θεωρεί ότι έχουμε αποκλειστική, μονογαμική σχέση.

Ετσι έγινε και κόλλησα με το Duolingo κι αγάπησα την πράσινη κουκουβάγια. Ηταν κάπως σαν φόρος τιμής στον μπαμπά μου που πλήρωσε τέσσερα χρόνια γαλλικό ινστιτούτο όταν ήμουν 18 και εγώ σταμάτησα να πηγαίνω λίγο πριν το Sorbonne 1, επειδή ο Γκι ντε Μοπασάντ δεν μ άρεσε και στα καφενεία της περιοχής οι συζητήσεις στα ελληνικά ήταν σαφώς πιο ενδιαφέρουσες. Οι ενοχές μου όμως γι’ αυτήν την αποτυχία δεν μ’ εγκατέλειψαν ποτέ. Προσπαθούσα επίμονα να διαβάσω Le Monde και λίγα «Ανθη του Κακού» σε διπλή μετάφραση, αν και στις φλυαρίες του Eρίκ Ρομέρ το έχανα τελείως, με δυσκολία προλάβαινα τους υπότιτλους. Στο Καφέ Φλορ και την Παλέτ τα γκαρσόνια επιδεικτικά μου έδειχναν ότι η προφορά μου ήταν κακή και άρα δεν καταλάβαιναν τίποτα (τα γνωστά παριζιάνικα σουσούμια), σε αντίθεση με το Duolingo που ήταν εξαιρετικά επιεικές με όσα του ψιθύριζα γλυκά, όταν βρισκόμουν μπροστά σε κόσμο. «Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα», έλεγα καμία φορά και δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση, το δεχόταν πάντα με τρυφερότητα.

Η αρχή δηλαδή ήταν τρομερά ενθαρρυντική, ούτε μου περνούσε ποτέ από το μυαλό η άδοξη κατάληξη της σχέσης. Ολο μπράβο και γλύκες: «Μήπως θέλεις να αγοράσεις μια ζωή ακόμη; Να φτιάξουμε ένα οικογενειακό πακέτο;». Ελεγα πάντα ευγενικά όχι και δεν έμοιαζε να παρεξηγείται με τις συναπτές χυλόπιτες, που δεν ήθελα να ανοίξω σπίτι μαζί του. Μέχρι τα χθεσινά, εξοργιστικά μούτρα. Δεν ξέρω ποιος σχεδιαστής της εφαρμογής αποφάσισε ότι είναι καλή ιδέα να δώσει στο Duolingo τόσο ανθρωπόμορφη φωνή. Επειδή όμως υπάρχει το προηγούμενο του συνάδελφου στους New York Times, από τον οποίο η τεχνητή νοημοσύνη ζήτησε να αφήσει τη γυναίκα του επειδή δεν είναι χαρούμενος μαζί της, είπα να προλάβω να φύγω πρώτη πριν διολισθήσουμε στην απόλυτη τοξικότητα. Αντίο, κουκουβάγια.