«Μωρη κοντού μωρη κοντούλα λεμονιά, Με τα πολλά λεμό λεμόνια, Βησσανιώτισσα, σε φίλησα κι αρρώστησσα και το γιατρό δε φώναξα.»
Η πολυφωνική ηπειρώτικη μελωδία ακούγεται απειλητική, σαν να προετοιμάζει το κοινό για τη σκληρή ιστορία που θα ακολουθήσει. Μια γυναίκα κι ο εραστής της σκοτώνουν τον μετανάστη σύζυγο, που επιστρέφει στην Τυμφαία της Ηπείρου από την Γερμανία κατά τη δεκαετία του 60. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος εμπνεύστηκε το σενάριο της «Αναπαράστασης», της πρώτης του ταινίας, από μια μικρή είδηση της εποχής. Μετά τη δολοφονία, η χήρα φύτεψε κρεμμυδάκια στο σημείο που τον έθαψε. Αυτό διάβασε ο σκηνοθέτης στην εφημερίδα, σύμφωνα με την μαρτυρία της συζύγου του, Φοίβης Οικονομοπούλου.
Στην ταινία του 1970, η Ελλάδα είναι βυθισμένη στη φτώχεια, οι άνδρες φεύγουν. Το σκληρό ηπειρώτικο τοπίο αποτελείται από πέτρα και λάσπη, εξωτερικές τουαλέτες, ζώα και καλλιέργειες που παλεύουν να επιβιώσουν και να θρέψουν όσους έμειναν πίσω. Η γυναίκα «τρέχει» μόνη το καφενείο και μεγαλώνει τα παιδιά. Τα βράδια ο εραστής τρυπώνει κρυφά στο σπίτι. Στην κόπια για τους κωφάλαλους, την ώρα που κάνουν έρωτα, αναφέρεται σε παρένθεση «(βογκητά ηδονής)». Οταν ο μετανάστης σύζυγος επιστρέφει, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν και να ξεφορτωθούν το πτώμα.
Ο φακός καταγράφει τις διαφορετικές εκδοχές των δύο συνεργών στην αναπαράσταση. Η αλήθεια μένει μετέωρη. Ομως ο όχλος επιλέγει να λιντσάρει τη γυναίκα, αν και τις χειροπέδες τις φοράει ο άνδρας. Μαυροφορεμένες γυναίκες τρέχουν πίσω από το περιπολικό και προσπαθούν να ξεμαλλιάσουν εκείνη. Ουδείς ασχολείται με τον άνδρα. Η εικόνα της γυναίκας στα σίξτις: δόλια, μοιραία, πλανεύτρα. Τυλίγει άβουλους άνδρες στα δίχτυα της, που γίνονται ενεργούμενά της.
Η αίθουσα Παύλος Ζάννος στο Ολύμπιο ήταν κατάμεστη την περασμένη Κυριακή το βράδυ για την δωρεάν προβολή της ταινίας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Δυο νέα παιδιά, πίσω μου, μάλλον φοιτητές σε Σχολή Κινηματογράφου, έλεγαν πως είναι πρωτοφανές για ταινία του Αγγελόπουλου να διαρκεί λιγότερο από δύο ώρες. Οταν τελείωσε «Η Αναπαράσταση» χειροκρότησαν δυνατά. Αυτή είναι η ουσία της μεγάλης τέχνης. Να συνεπαίρνει ανυποψίαστους θεατές μισό αιώνα μετά. Να συντονίζει τις σιωπές της με τις κομμένες ανάσες του κοινού. Και να φαντάζει σύγχρονη, όταν στις διπλανές αίθουσες παίζονται εικονικές πραγματικότητες και αφιερώματα στη συμπερίληψη.