the-x-file-το-μαγιό-160890

Χθες μπήκα σε ένα σάιτ και παράγγειλα επτά μαγιό. Όχι ένα ή δυο, επτά, πέντε ολόσωμα και δυο μπικίνι. Όταν κόπασαν κάπως η αδρεναλίνη της κατανάλωσης και το ηδονοβλεπτικό σκρόλινγκ, προσπάθησα να αυτοψυχαναλυθώ. Γιατί επτά;

Πήρα λίγη απόσταση από το βουλιμικό σόπινγκ και κατάλαβα ότι δεν είναι τόσο τα ψώνια που μου έλειψαν, όσο η θάλασσα. Η προσομοίωση του καλοκαιριού. Οι διακοπές ως στόχος ή έστω ως ελπίδα. Η θάλασσα είναι το προσωπικό μου εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.

Το Σάββατο προτού απαγορευτούν οι διαδημοτικές μετακινήσεις, πήγα για μπάνιο. Έφτασα στο Καβούρι πολύ νωρίς το πρωί, σε μια μικρή, σχετικά άγνωστη παραλία, που το καλοκαίρι μετατρέπεται σε κλαμπ κι έχει είσοδο ογδόντα ευρώ. Δέκα γυναίκες έκαναν άκουα αερόμπικς. Οι πιο αδύνατες φορούσαν στολές, οι πιο παχουλές ήταν άνετες. Οι πρώτες τυλίχτηκαν σε αφράτα μπουρνούζια μόλις βγήκαν από το νερό, οι άλλες περιφέρονταν στην ακροθαλασσιά και συζητούσαν χαλαρά λες και δεν ήταν Φεβρουάριος. Ένα κορίτσι τραβούσε σέλφι με χρονόμετρο. Φορούσε μαγιό και μπότες και πόζαρε στον εαυτό της. Toποθετούσε την κάμερα πάνω στο τρίποδο, προγραμμάτιζε τα δέκα δευτερόλεπτα, έτρεχε, στηνόταν και μετά κλικ. Μια κοπέλα χοροπηδούσε στον αέρα, ενώ ο σύντροφος της χαμήλωνε μπροστά της το κινητό και προσπαθούσε να την απαθανατίσει την ώρα της αιώρησης. Η σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέχρι την ιδανική λήψη.

The X-File: Το μαγιό-1
©H Ξένια Κουναλάκη.
1/1
Native Share

Παρακολουθούσα πολλή ώρα αυτόν τον παραθαλάσσιο Μπρίγκελ, μικρές ιστορίες σε κάθε γωνιά του ταμπλό βιβάν. Πτυσσόμενα καρεκλάκια και καφές σε πλαστικό, πυργάκια στην άμμο με διακόσμηση πέτρες και στάχυα, μια θορυβώδης παρέα γλάρων. Όταν αποφάσισα να μπω ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά και μου έκαιγε το πρόσωπο, ως συνήθως είχα ξεχάσει να βάλω αντηλιακό. Αυτό που με δυσκολεύει περισσότερο είναι η κοιλιά, στα πόδια το κρύο νερό είναι υποφερτό, αλλά στο πρώτο μπάνιο η μεγάλη πρόκληση είναι να βραχεί ο αφαλός. Μετά όλα τα άλλα είναι παιχνιδάκι.

Στην αρχή είναι σαν να μην έχω ξανακολυμπήσει. Σαν να έχει ξεχάσει το σώμα την υπέροχη αίσθηση της άνωσης και παλεύει μετά την πολύμηνη αποχή να ξαναθυμηθεί. Οι πρώτες χεριές είναι αδέξιες, όπως σε αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες που κολυμπούν με λουλουδάτους σκούφους και με το ζόρι επιπλέουν. Κουνούν μόνο τα χέρια τους, μένουν στάσιμες μέσα στο νερό και χαζολογούν με τις φίλες τους. Aλλά αυτό το κάνουν για ώρα πολλή. Εμένα σταδιακά η μνήμη της κολύμβησης επανέρχεται. Βάζω το κεφάλι μέσα και ψάχνω ζωή. Ένα χταπόδι που έχει κρυφτεί κάτω από μια πέτρα και κουνάει δοκιμαστικά ένα πλοκάμι του. Κοπάδια σαργοί που κινούνται σε τέλεια αρμονία. Μια ειδεχθής σμέρνα με προϊστορικό προφίλ. Οι γλάροι που βουτούν ξεδιάντροπα να αρπάξουν αφρόψαρα, δίπλα στους λουόμενους.

Στη θάλασσα η πανδημία πνίγεται, ο ιός δεν επιζεί, τα περιοριστικά μέτρα αχρηστεύονται. Το ωραίο με τα μακροβούτια είναι ότι δεν ξέρεις που θα αναδυθείς. Βουτάς και δεν μπορείς να προβλέψεις που θα σε βγάλει μια αναπνοή. Συχνά βάζω στόχο μια πορτοκαλί σημαδούρα. Δεν έχει σημασία αν θα την φτάσω τελικά. Μπορεί να βγω ξέπνοη στα μισά, μπορεί και να την ξεπεράσω. Οι δυνατότητες είναι απεριόριστες. Όσες τα μαγιό μου.

Διαβάστε επίσης | The X-File: Το χιόνι