Ομολογώ ότι το θέαμα στα μικρά καταστήματα της Canal Street, στο Lower Manhattan, στο πρώτο μου ταξίδι στη Νέα Υόρκη, ήταν εντυπωσιακό. Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα από κοντά απομιμήσεις προϊόντων πολυτελείας – σε αυτήν την περίπτωση τσάντες – η γκάμα των “μαϊμούδων” ήταν μεγάλη και ξέφευγε αρκετά από τη βασική ομάδα των brands που παρατηρούσα στους δρόμους άλλων μεγαλουπόλεων. Ο πειρασμός σε εκείνη τη βόλτα στην Canal Street ήταν μεγάλος. Και ενέδωσα, αγοράζοντας μια τσάντα με χαρακτηριστικό κούμπωμα-απομίμηση ενός οίκου με μεγάλη ιστορία σε χειροποίητα κοσμήματα και ρολόγια. Κακώς.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αλλά θυμήθηκα αυτήν την αγορά πριν λίγες μέρες, όταν διάβασα ένα δημοσίευμα σχετικά με μια δική που εξελίχθηκε πρόσφατα σε ένα κινεζικό δικαστήριο. Η υπόθεση ήταν λίγο πολύ κλασική, όχι όμως και η απόφαση στη δικαστική αίθουσα. Η αμερικανική New Balance είχε κινηθεί νομικά εναντίον δύο κινεζικών εταιρειών, κατηγορώντας τις ότι είχαν κοπιάρει το παγκοσμίως γνωστό, κυρτό “N” λογότυπο του brand. Το δικαστήριο δικαίωσε την αμερικανική εταιρεία, καταδικάζοντας τις κινεζικές εταιρείες να καταβάλλουν αποζημιώσεις της τάξεως των 3,9 εκατομμυρίων δολαρίων.
Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που η δικαιοσύνη δικαιώνει τον ενάγοντα σε μια τέτοιου τύπου δίκη, το σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης ήταν το ύψος της αποζημίωσης, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο μέλλον – να σημειώσουμε εδώ ότι οι δύο κινεζικές εταιρείες μπορούν να ασκήσουν έφεση.
Σύμφωνα με τους Financial Times, η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη σε μια περίοδο που το Πεκίνο επιθυμεί να καλυτερεύσει τις σχέσεις του με την Ουάσιγκτον, ύστερα από την εκλογή του Προέδρου Joe Biden και οι αναλυτές σημειώνουν ότι με αυτόν τον τρόπο, η Κίνα έστειλε το ηχηρό μήνυμα ότι παίρνει το θέμα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας πολύ σοβαρά.