the-vibe-ψεύτικο-φαίνεσθαι-vs-δημιουργικό-154311
©Konstantinos Fidanis

Ομολογώ ότι το θέαμα στα μικρά καταστήματα της Canal Street, στο Lower Manhattan, στο πρώτο μου ταξίδι στη Νέα Υόρκη, ήταν εντυπωσιακό. Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα από κοντά απομιμήσεις προϊόντων πολυτελείας – σε αυτήν την περίπτωση τσάντες – η γκάμα των “μαϊμούδων” ήταν μεγάλη και ξέφευγε αρκετά από τη βασική ομάδα των brands που παρατηρούσα στους δρόμους άλλων μεγαλουπόλεων. Ο πειρασμός σε εκείνη τη βόλτα στην Canal Street ήταν μεγάλος. Και ενέδωσα, αγοράζοντας μια τσάντα με χαρακτηριστικό κούμπωμα-απομίμηση ενός οίκου με μεγάλη ιστορία σε χειροποίητα κοσμήματα και ρολόγια. Κακώς.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αλλά θυμήθηκα αυτήν την αγορά πριν λίγες μέρες, όταν διάβασα ένα δημοσίευμα σχετικά με μια δική που εξελίχθηκε πρόσφατα σε ένα κινεζικό δικαστήριο. Η υπόθεση ήταν λίγο πολύ κλασική, όχι όμως και η απόφαση στη δικαστική αίθουσα. Η αμερικανική New Balance είχε κινηθεί νομικά εναντίον δύο κινεζικών εταιρειών, κατηγορώντας τις ότι είχαν κοπιάρει το παγκοσμίως γνωστό, κυρτό “N” λογότυπο του brand. Το δικαστήριο δικαίωσε την αμερικανική εταιρεία, καταδικάζοντας τις κινεζικές εταιρείες να καταβάλλουν αποζημιώσεις της τάξεως των 3,9 εκατομμυρίων δολαρίων.

Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που η δικαιοσύνη δικαιώνει τον ενάγοντα σε μια τέτοιου τύπου δίκη, το σημαντικό στοιχείο της υπόθεσης ήταν το ύψος της αποζημίωσης, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο μέλλον – να σημειώσουμε εδώ ότι οι δύο κινεζικές εταιρείες μπορούν να ασκήσουν έφεση.

Σύμφωνα με τους Financial Times, η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη σε μια περίοδο που το Πεκίνο επιθυμεί να καλυτερεύσει τις σχέσεις του με την Ουάσιγκτον, ύστερα από την εκλογή του Προέδρου Joe Biden και οι αναλυτές σημειώνουν ότι με αυτόν τον τρόπο, η Κίνα έστειλε το ηχηρό μήνυμα ότι παίρνει το θέμα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας πολύ σοβαρά.

Η μίμηση είναι η πιο ειλικρινής μορφή κολακείας, έγραφε κάποτε ο Charles Caleb Colton. Όμως, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αλλάζει χαρακτήρα και παραμένει “κλοπή”. Σύμφωνα με το Global Brand Counterfeiting Report για το 2018, ο όγκος των διεθνών συναλλαγών στην αγορά των απομιμήσεων άγγιξε το 1,3 τρις δολάρια το 2017, ενώ αναμένονταν να φτάσει τα 1,82 τρις δολάρια το 2020 – δεν είχε υπολογιστεί βέβαια σε αυτό η πανδημία. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι μάρκες που κατέχουν τα “σκήπτρα” στον χώρο των απομιμήσεων είναι οι Chanel, Louis Vuitton, Prada, Fendi, Gucci και Dior.

Ως γνωστόν, η γκάμα των “μαϊμούδων” είναι τεράστια, ξεκινώντας από κάκιστες ποιότητες για να φτάσει σε προϊόντα με υψηλότατο βαθμό ομοιότητας – το γνωστό, «φοβερό κομμάτι, δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είναι ψεύτικο».

Ίσως. Όμως θα έπρεπε να αρκεί ότι το γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι. Γιατί σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής – υπολογίζεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών προϊόντων παράγεται ακόμα στην Κίνα – συντηρεί στενούς δεσμούς με διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις για τη διάθεση της, μεταξύ άλλων. Τι έχει περισσότερη δύναμη – και γοητεία: ένα ψεύτικο “φαίνεσθαι” ή ένα δημιουργικό “είναι”;

Τα εμπορικά σήματα, η πνευματική ιδιοκτησία, η κατοχύρωση πατέντας, είναι θέματα που απασχολούν εταιρείες και creatives όλο και περισσότερο – εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών. Ο Christian Louboutin και οι κόκκινες σόλες του που ξεκίνησαν να “περπατούν” το 1992, κέρδισαν μια ιδιαίτερη μάχη το 2018, όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι το χρώμα και το σχήμα της Louboutin σόλας είναι δύο διαφορετικές “οντότητες” – η υπόθεση αφορούσε μια ολλανδική εταιρεία που πουλούσε μια σειρά υποδημάτων με κόκκινες σόλες. Και υπάρχουν χιλιάδες ακόμα υποθέσεις που απασχολούν και θα απασχολήσουν, μεταξύ των οποίων και περιπτώσεις που σχετίζονται με τη δουλειά Ελλήνων δημιουργών και εταιρειών.

Είχα την τύχη να κάνω κι άλλες βόλτες στην Canal Street, μέσα στα χρόνια. Δεν αγόρασα ποτέ ξανά “μαϊμού”.

Διαβάστε επίσης | The Vibe: Haute couture στην οθόνη