δύο-μπαμπάδες-180918

Είχε και έχει ακόμα βαθιά επιθυμία να γίνει πατέρας. Το ήθελε από μικρός – όποτε έβλεπε μωρό, το πρόσωπό του έσταζε γλύκα. Στην πορεία των ετών, οι σχέσεις που έκανε ήταν παθιασμένες και θυελλώδεις, και πάντα με ανθρώπους του ίδιου φύλου. Με μερικούς από αυτούς μοιράστηκε για μεγάλα διαστήματα την καθημερινότητά του, τον εαυτό του. Δεν γνωρίζω αν μοιράστηκε ποτέ με κάποιον από τους συντρόφους του και το όνειρό του να αποκτήσει παιδί. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα ορθώνει, προς το παρόν, εμπόδια σε τέτοιου είδους σκέψεις – όπως της κοινής υιοθεσίας από δύο άνδρες ή από δύο γυναίκες. Η ομοφυλοφιλία και η γονεϊκότητα εξακολουθούν να είναι για πολλούς έννοιες αντικρουόμενες στη χώρα μας. Το ερώτημα «Με εσένα τι θα γίνει; Θα κάνεις παιδί;» δεν απευθύνεται ποτέ και σε κανένα οικογενειακό τραπέζι στον ανοιχτά γκέι ξάδελφο ή στη λεσβία ανιψιά, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των στρέιτ οι οποίοι βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία. Στο μυαλό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας ορισμένες σεξουαλικές προτιμήσεις συνεχίζουν να θέτουν αυτομάτως κάποιους έξω από τον χορό της λαχτάρας για ρουφηχτά φιλιά σε παιδικά πατουσάκια. Μάλιστα, αυτό μοιάζει να συμβαίνει αυτόματα. Και σίγουρα χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη κουβέντα για το συγκεκριμένο ζήτημα. Κακά τα ψέματα, δεν πέφτει στο τραπέζι η συζήτηση για την πιθανή επιθυμία των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων να γίνουν γονείς – αν αυτή υπάρχει ή ο τρόπος που μπορεί να υπάρξει στις ισχύουσες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και νομικές συνθήκες.

Ακόμα και μεταξύ μας νιώθουμε αμήχανα και προτιμάμε να μιλάμε γενικά για τα «αισθηματικά» των γκέι φίλων μας, χωρίς να αγγίζουμε το παρακάτω. Τώρα που το σκέφτομαι, διαπιστώνω ότι για τους περισσότερους γκέι φίλους και γνωστούς μου δεν γνωρίζω αν θέλουν να αποκτήσουν ή να μεγαλώσουν ένα παιδί. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι μοιάζει σαν να μην τους αφορά το θέμα, όμως η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το συμπέρασμα έχω καταλήξει μόνη μου, αφού διστάζω να τους ρωτήσω. Από την άλλη, όσον αφορά τη γενιά μας, των elderly millennials δηλαδή, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι οι εμπειρίες από το coming out των συνομηλίκων μας είναι ακόμα νωπές. Όταν οι φίλοι και οι φίλες μας μίλησαν για τις σεξουαλικές τους ταυτότητες, το έδαφος δεν ήταν τόσο γόνιμο όσο –θέλω να πιστεύω ότι– είναι τώρα για να δεχθεί οποιαδήποτε διαφορετικότητα. Κάποιοι και κάποιες προκάλεσαν γερές αναταράξεις στις οικογένειές τους και προχώρησαν σε ρήξεις, από τις οποίες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συνέλθουν. Άλλοι έκαναν χρόνια να μιλήσουν στους δικούς τους, ενώ κάποιοι δεν θα το κάνουν ποτέ. Άντε τώρα να ξεκινήσεις να συζητάς για παιδιά, υιοθεσίες και περίπλοκες αναπαραγωγικές διαδικασίες, σωστά; Όμως, όπως σε όλες τις μεγάλες αλλαγές που μέλλει να συμβούν, κάποιοι έχουν το θάρρος να λειτουργήσουν σαν το ανατρεπτικό παράδειγμα που ακολουθεί. Ο Άλον και ο Μότι, οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ Παιδιά για δύο μπαμπάδες, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων Ισραηλινών που ζουν σε μια κοινότητα στην οποία δεν φαντάζει αφύσικη η επιθυμία τους να γίνουν γονείς, αποφασίζουν να κυνηγήσουν το όνειρό τους μέσω της μεθόδου της παρένθετης μητέρας. Στην ταινία –η οποία προβλήθηκε στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης– παρακολουθούμε ολόκληρη την πορεία τους μέχρι να πάρουν αγκαλιά τα δύο τους μωρά. Βλέπουμε την επικοινωνία τους μέσω Ζoom με την Κρίστα, τη γυναίκα από την Αμερική που θα φιλοξενούσε στη μήτρα της τα δύο έμβρυα για περίπου εννέα μήνες. Γινόμαστε μάρτυρες της αγωνίας αλλά και της αμηχανίας γύρω από τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όταν το έμβρυο με το σπέρμα του ενός από τους δύο μοιάζει να είναι πιο αδύναμο. Παρακολουθούμε βήμα προς βήμα τη μετακόμισή τους σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, την ετοιμασία του παιδικού δωματίου, το ξεβόλεμα, τον τρόπο που διαχειρίζονται το γεγονός ότι σε λίγους μήνες θα γίνουν από δύο τέσσερις, την τρυφερότητα, τα αστεία, τον τρόπο που στηρίζουν ο ένας τον άλλο, την ένταση. Στην πραγματικότητα βιώνουν σχεδόν όλα όσα θα βίωνε ένα στρέιτ ζευγάρι που αποφασίζει να αποκτήσει παιδί ή παιδιά.

Όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, για εκείνους η διαδικασία που επιλέγουν –να κυοφορήσει δηλαδή παρένθετη μητέρα δύο έμβρυα, ένα με το σπέρμα του κάθε γονέα– μπορεί να γίνει μόνο μία φορά, κυρίως για οικονομικούς λόγους, καθώς το budget για το συγκεκριμένο project δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Σε μια σκηνή ο Μότι λέει στη μητέρα του πως, αν θέλει περισσότερα εγγόνια, μπορεί να απευθυνθεί και στις κόρες της, υπονοώντας ότι για εκείνες είναι πιο εύκολο να αποκτήσουν και άλλα παιδιά. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι στο ντοκιμαντέρ δεν θα μπορούσε να μην παίξει κυρίαρχο ρόλο και η αντιμετώπιση των συγγενών των δύο ζευγαριών απέναντι στην απόφασή τους να αποκτήσουν παιδί. Κάποιοι, όπως η μητέρα του Μότι, είναι εντελώς cool, αντίθετα με τον πατέρα του Άλον, του οποίου τα κατεβασμένα μούτρα πρωταγωνιστούν στις περισσότερες σκηνές. Ακόμα και η μητέρα του, όμως, δηλώνει στην κάμερα ευθέως ότι θα προτιμούσε ο γιος της να αποκτήσει παιδί με μια γυναίκα. Όλα θυμίζουν αντίστοιχα στιγμιότυπα που θα μπορούσε να βιώσει ένα γκέι ζευγάρι και στην περίπτωση της μέσης ελληνικής οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά, ο Άλον και ο Μότι ταξιδεύουν σε μια ξένη χώρα για να γνωρίσουν, λίγες ώρες μετά τη γέννα, τα παιδιά τους. Μέσα σε ένα εντελώς άγνωστο περιβάλλον καλούνται να φροντίσουν δύο βρέφη για πρώτη φορά, να προβούν σε θρησκευτικές τελετές μακριά από τους δικούς τους και τους αγαπημένους τους ανθρώπους, να σταματήσουν να φιλιούνται συγκινημένοι στον δρόμο προς το μαιευτήριο, γιατί ο οδηγός του ταξί τούς λέει ότι ενοχλείται. Μόλις επιστρέψουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα ξενύχτια, την ανατροπή της καθημερινότητας και της ζωής τους, τα συναισθήματα της απόλυτης ευτυχίας και απελπισίας που εναλλάσσονται και όλα όσα επακολουθούν όταν γίνεσαι γονιός. Αυτό που μένει σαν επίγευση από την ταινία είναι η τεράστια επιθυμία των δύο αυτών ανθρώπων να αποκτήσουν παιδιά. Μια επιθυμία που πρέπει να είναι πραγματικά πολύ δυνατή, ώστε να παραμείνει κανείς ψύχραιμος απέναντι σε όλα τα διαφορετικών ειδών εμπόδια που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ μας, δυσκολίες και ανατροπές είναι πιθανό να αντιμετωπίσει οποιοσδήποτε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει γονιός, ανεξάρτητα από το τι του αρέσει να κάνει στο κρεβάτι του/της. Τα αποθέματα τρυφερότητας, το μητρικό και το πατρικό ένστικτο, η φαντασίωση του να δημιουργήσει κανείς τη δική του οικογένεια όπως εκείνος ή εκείνη την ονειρεύεται, η υπαρξιακή ανάγκη για κάποιου είδους συνέχεια οδηγούν τα βήματα των επίδοξων γονέων. Το θέμα είναι ότι ορισμένες φορές μοιάζει η ελληνική κοινωνία –και όχι μόνο– να αποκλείει άκριτα τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας από όλα τα παραπάνω, αποφεύγοντας έτσι εκ των προτέρων μια πιο διεισδυτική ματιά στην ουσία της γονεϊκότητας. Δεν θα σταθώ στο τι σημαίνει να μεγαλώνει ένα παιδί με δύο μπαμπάδες ή δύο μαμάδες, γιατί κατά τη γνώμη μου το να είσαι καλός γονιός δεν μπορεί να κριθεί με μοναδικό γνώμονα τις σεξουαλικές σου προτιμήσεις ή το οικογενειακό σχήμα που επιλέγεις να δημιουργήσεις. Θέλω να πιστεύω ότι τα παιδιά χρειάζονται αγάπη, απεριόριστη υπομονή και όρεξη να ασχοληθείς μαζί τους, στοιχεία που δεν έχουν καμία σχέση με το αν σου αρέσουν οι άνδρες, οι γυναίκες ή και οι δύο. Ίσως, τελικά, ο Γερμανός σκηνοθέτης της ταινίας, Hendrik Schäfer, να είπε με δύο φράσεις αυτό που περιγράφω τόση ώρα. Ότι δηλαδή «είναι ωραίο να ξέρεις πως η σεξουαλικότητά σου δεν σε σταματά από το να γίνεις γονιός, όπως και το ότι η επιλογή σου να γίνεις είναι ελεύθερη από κριτική».

Διαβάστε επίσης | Μαμά, γερνάω