Η τελειομανία είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που μας αναγκάζει να αποδίδουμε συνεχώς και καλύτερα. Στο πλαίσιο της παθολογικής τελειομανίας μάλιστα, τα λάθη είναι ανεπίτρεπτα και αποτελούν εμπόδιο για την προσωπική εξέλιξη. Κάπου εκεί, έρχεται η δυσαρέσκεια, η η απελπισία και πολλές φορές η δυστυχία. Όπως διευκρινίζει η Dr. Andrea Botti, ψυχολόγος: «Η υπερβολική τελειομανία φέρνει μαζί της μια βαθιά ανασφάλεια και ένα έντονο άγχος λόγω του φόβου να γίνουν λάθη ή να κριθούμε από τους άλλους. Αν και στην αρχή μπορεί να είναι επικερδής, μακροπρόθεσμα οδηγεί στην παράλυση της δράσης, τον φόβο και το στρες».
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά λιγότεροι στόχοι επιτυγχάνονται με το φόβο των λαθών παρά με τα ίδια τα λάθη. Όταν φοβόμαστε να αποτύχουμε ή να κριθούμε, πολλές φορές καταλήγουμε καθηλωμένοι στον εαυτό μας, ανήμποροι και μη ικανοί να κάνουμε να λάβουμε σημαντικές αποφάσεις. Σε μια σημαντική μελέτη του 1991, ο Dr. Paul L. Hewit προσδιόρισε τρεις τύπους τελειομανίας: αυτή που γεννάται από μέσα μας, αυτή που προβάλλεται στους άλλους και αυτή που «απορροφάται» από τους γύρω μας ως ένα είδος κοινωνικής διαταγής.
Σύμφωνα με τους Dr. Andrew Hill και Thomas Curran, η τελειομανία σαν φαινόμενο στους ανθρώπους άρχισε να αυξάνεται τη δεκαετία του ’80, όταν αναδύθηκε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική και ατομικιστική κουλτούρα, στην οποία οι άνθρωποι άρχισαν να είναι όλο και πιο απαιτητικοί. Έτσι, η παθολογική όψη της τελειομανίας που έχει ανάγκη για συνεχή επιβεβαίωση από τους άλλους, ξεκίνησε να ευθύνεται για ένα ευρύ φάσμα ψυχικών διαταραχών.
View this post on Instagram