Τα πρώτα καινούργια, καταπράσινα φύλλα στην κορυφή της ήταν δείγμα ότι η άνοιξη μας κρυφοκοίταζε, επιτέλους! Η μουσμουλιά που άνθιζε στον ακάλυπτο δεν θα ταλαιπωρούνταν πια από βροχές και ανέμους. Σε λιγότερο από έναν μήνα θα ξεπρόβαλλε πίσω από το παντζούρι μου, ηλιόλουστη, με τους πορτοκαλί καρπούς της να με χαιρετούν. Με τον τρόπο της θα μου έδινε σήμα ότι σύντομα τα σαββατιάτικα μεσημέρια δεν θα με έβρισκαν σπίτι, αλλά κάπου έξω, να κυνηγάω το καλοκαίρι.
Ότι τα βράδια θα ακουγόταν πια ο ήχος από μαχαιροπίρουνα στον ακάλυπτο και ο βόμβος από τα air condition. Σιγά σιγά θα έφτανε και ο μαγικός μήνας, που θα έβρισκα πάρκινγκ χωρίς να κάνω καμιά δεκαριά κύκλους γύρω από το τετράγωνο. Την ίδια στιγμή, τα μπαλκόνια και οι ταράτσες θα γέμιζαν με απλωμένα ρούχα που θα στέγνωναν πια στο λεπτό.
Οι μέρες μου στο κέντρο της Αθήνας είχαν χρώμα από την μπουγάδα της απέναντι με τις πράσινες ιατρικές φόρμες και τα φούξια σεντόνια. Είχαν την ταλαιπωρημένη υφή από τα ξύλινα παντζούρια, τα οποία τιμούσαν σχεδόν καθημερινά τα περιστέρια με τα σημάδια τους. Είχαν την απορία αν οι «ασπίδες» από κρεμασμένα cd έκαναν τελικά τη δουλειά που υπόσχονταν, να απομακρύνουν δηλαδή τους «αρουραίους των ουρανών» – εκ του αποτελέσματος, κρίνω πως μάλλον όχι. Είχαν τη γοητεία του μαρμάρινου νεροχύτη που κατάπιε μπόλικες σαπουνάδες από άπλυτα πιάτα και έγινε φόντο για ινσταγκραμικές λήψεις με πρωταγωνιστές φρέσκες σαλάτες και φρούτα, για την αντίθεση.
Είχαν το ξύλινο πάτωμα με το παρκέ ψαροκόκαλο και το «πολύ ωραίο, σπάνια το συναντάς πια» σχόλιο από τους designer φίλους, που απέτιναν μικρό φόρο τιμής στην ξεθωριασμένη ομορφιά του. Είχαν μικρά μπαλκόνια και το τέντωμα στις μύτες των ποδιών για να συναντήσει το βλέμμα την υποψία ουρανού πίσω από τις κεραίες. Είχαν το δροσερό μωσαϊκό πάνω στο οποίο ξάπλωνε απολαυστικά ο γάτος και την αγωνία να μην τελειώσει το ζεστό νερό πριν το δεύτερο «χέρι» σαμπουάν.