love-letter-to-athens-φόρος-τιμής-στο-κέντρο-της-αθήνας-167464
©PHOTO: RIANNAANDNINA.COM BY THANASSIS KRIKIS/10 ARTISTS MANAGEMENT

Τα πρώτα καινούργια, καταπράσινα φύλλα στην κορυφή της ήταν δείγμα ότι η άνοιξη μας κρυφοκοίταζε, επιτέλους! Η μουσμουλιά που άνθιζε στον ακάλυπτο δεν θα ταλαιπωρούνταν πια από βροχές και ανέμους. Σε λιγότερο από έναν μήνα θα ξεπρόβαλλε πίσω από το παντζούρι μου, ηλιόλουστη, με τους πορτοκαλί καρπούς της να με χαιρετούν. Με τον τρόπο της θα μου έδινε σήμα ότι σύντομα τα σαββατιάτικα μεσημέρια δεν θα με έβρισκαν σπίτι, αλλά κάπου έξω, να κυνηγάω το καλοκαίρι.

Ότι τα βράδια θα ακουγόταν πια ο ήχος από μαχαιροπίρουνα στον ακάλυπτο και ο βόμβος από τα air condition. Σιγά σιγά θα έφτανε και ο μαγικός μήνας, που θα έβρισκα πάρκινγκ χωρίς να κάνω καμιά δεκαριά κύκλους γύρω από το τετράγωνο. Την ίδια στιγμή, τα μπαλκόνια και οι ταράτσες θα γέμιζαν με απλωμένα ρούχα που θα στέγνωναν πια στο λεπτό.

Οι μέρες μου στο κέντρο της Αθήνας είχαν χρώμα από την μπουγάδα της απέναντι με τις πράσινες ιατρικές φόρμες και τα φούξια σεντόνια. Είχαν την ταλαιπωρημένη υφή από τα ξύλινα παντζούρια, τα οποία τιμούσαν σχεδόν καθημερινά τα περιστέρια με τα σημάδια τους. Είχαν την απορία αν οι «ασπίδες» από κρεμασμένα cd έκαναν τελικά τη δουλειά που υπόσχονταν, να απομακρύνουν δηλαδή τους «αρουραίους των ουρανών» – εκ του αποτελέσματος, κρίνω πως μάλλον όχι. Είχαν τη γοητεία του μαρμάρινου νεροχύτη που κατάπιε μπόλικες σαπουνάδες από άπλυτα πιάτα και έγινε φόντο για ινσταγκραμικές λήψεις με πρωταγωνιστές φρέσκες σαλάτες και φρούτα, για την αντίθεση.

Είχαν το ξύλινο πάτωμα με το παρκέ ψαροκόκαλο και το «πολύ ωραίο, σπάνια το συναντάς πια» σχόλιο από τους designer φίλους, που απέτιναν μικρό φόρο τιμής στην ξεθωριασμένη ομορφιά του. Είχαν μικρά μπαλκόνια και το τέντωμα στις μύτες των ποδιών για να συναντήσει το βλέμμα την υποψία ουρανού πίσω από τις κεραίες. Είχαν το δροσερό μωσαϊκό πάνω στο οποίο ξάπλωνε απολαυστικά ο γάτος και την αγωνία να μην τελειώσει το ζεστό νερό πριν το δεύτερο «χέρι» σαμπουάν.

Το μικρό διαμέρισμα στην καρδιά των Αμπελοκήπων, το winter resort όπως το αποκαλούσαν με αγάπη οι φίλες που χώνονταν με ανακούφιση στην αγκαλιά του παχουλού, διθέσιου καναπέ μου, φιλοξένησε 12 χρόνια από τη ζωή μου. Έγινε καταφύγιο αλλά και ορμητήριο, κομμάτι της καθημερινότητας αλλά και της ταυτότητάς μου, καθώς μένοντας σε απόσταση τριών στάσεων μετρό από το Σύνταγμα έφερα κι εγώ περήφανα τον τίτλο «παιδί του κέντρου».

Μέλος αυτής της πολυποίκιλης κοινότητας, που μπορεί ίσως να καταλάβει με ποιον τρόπο ακόμα και η ίδια η πολεοδομία της πόλης, οι δρόμοι της, τα 24ωρα περίπτερα, οι μικρές οάσεις από φύση, τα λουλούδια στα μπαλκόνια και τα εσωτερικά φυτά, οι φοίνικες, η βόλτα στον Εθνικό Κήπο και στο Ζάππειο, ακόμα και ο δρόμος προς τη θάλασσα, γίνονται με έναν περίεργο τρόπο κομμάτι του ποιος είσαι.

Αν μένεις στο κέντρο, κατά πάσα πιθανότητα είσαι ο άνθρωπος που περπατάει με το βλέμμα καρφωμένο στις ανωμαλίες του πεζοδρομίου, προσέχοντας μονίμως πού ή τι θα πατήσει. Βάζω στοίχημα ότι έχετε βιώσει το ανατριχιαστικό «κρατς» της κατσαρίδας που παραδίνεται κάτω από την παντόφλα σας ή έχετε δει την «Τερέζα» να περπατάει βιαστική δίπλα σας την ώρα που κουβαλάτε τα ψώνια του σούπερ μάρκετ.

Έχετε εντυπωσιαστεί με το πόσο λεπτοί είναι κάποιοι τοίχοι, αλλά και με τη λεπτομέρεια με την οποία φτάνουν στα αυτιά σας οι δραστηριότητες του γείτονα. Έχετε αμφιταλαντευτεί για το πού θα πετάξετε τα σκουπίδια μπροστά σε έναν ξέχειλο κάδο και αντιμετωπίσει με στωικότητα –ή και όχι– άλλη μία πορεία. Ξέρετε πολύ καλά γιατί αποκαλούν την Αθήνα «άσχημη» ή «βρώμικη», το έχετε ζήσει στο πετσί σας.

Αλλά, αν το έχουν επιτρέψει οι συνθήκες της ζωής σας, η φάση στην οποία βρίσκεστε, η τύχη, η όρεξή σας ή η απλή ανθρώπινη περιέργεια, είμαι σίγουρη ότι η γοητεία της σας έχει γαργαλίσει μαζί με τη μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές κάποιο ανοιξιάτικο απόγευμα. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω πώς τα έχει καταφέρει η Αθήνα, αλλά από τότε που τη γνώρισα δεν σταμάτησε ποτέ να με εκπλήσσει με την κρυμμένη ομορφιά της.

Μια ομορφιά που γινόταν στα μάτια μου πραγματική παρηγοριά τις δύσκολες, μοναχικές Κυριακές ή τα απογεύματα μετά από μια πιεστική μέρα στη δουλειά. Η πόλη άπλωνε τότε χείρα βοηθείας με μια βόλτα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τη μυρωδιά από ποπ κορν να χαϊδεύει το πλακόστρωτο. Ή με την ανακουφιστική ανηφόρα του Λυκαβηττού, που αποκάλυπτε μέσα από τα πεύκα χιλιάδες θερμοσίφωνες να λαμπυρίζουν στον ήλιο.

Μου χάριζε την εικόνα της Ακρόπολης από την Πατησίων ή της θάλασσας από τον λόφο του Φιλοπάππου. Μου έμαθε το Αερόστατο στην πλατεία Προσκόπων, το οποίο έχει το μοναδικό χαρακτηριστικό να είναι εξίσου υπέροχο πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ. Η Αθήνα μού ψιθύριζε μυστικά για θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές προβολές που θα φώτιζαν την εβδομάδα μου, τάιζε την ψυχή μου με καλλιτεχνικά δρώμενα που δεν είχαν σε τίποτα να ζηλέψουν αυτά των ευρωπαϊκών πόλεων.

Τάιζε και το στομάχι μου με ευφάνταστα τυλιχτά και «βρώμικα» μετά το ξενύχτι, με το τρομερό μοσχάρι με oyster sauce από το κινέζικο απέναντι, τη σοκολατόπιτα του Τσίρου και το ολόφρεσκο μπανόφι του Oh Boy, με μεζεδάκια, μπίρες και τσίπουρα σε διάφορα σημεία, αλλά πάντα με τον ήλιο να μας τυφλώνει.

Η πόλη άνοιγε την αγκαλιά της και τις ξύλινες μπάρες της, τις παλιές ξύλινες μπάρες που τόσο μας έχουν λείψει το τελευταίο διάστημα, για να βρεθούμε, να γελάσουμε, να ζαλιστούμε, να εκμυστηρευτούμε. Μαζί με τους αγαπημένους φίλους και συνεργάτες που έγιναν οικογένεια, η Αθήνα εξελίχθηκε σε πρωταγωνίστρια των πρώτων χρόνων της ζωής μου ως εργαζόμενης και σύμμαχος στα πρώτα βήματα της ανεξαρτησίας μου, μακριά από το πατρικό.

«Η Αθήνα είναι το τέλειο μέρος για να ζεις, αρκεί να μπορείς να φεύγεις μία φορά τον μήνα», είπε κάποτε ένας φίλος και, ίσως, αυτή η φράση πλησιάζει την αλήθεια για την αλλόκοτη πόλη μας. «Η Αθήνα έχει τα πάντα, σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι βάλεις στο μυαλό σου», συμφωνήσαμε τις προάλλες σε μια καταπράσινη βόλτα μακριά από το κέντρο. Πράγματι, είναι μια πόλη που σου δίνει απλόχερα επιλογές, σου επιτρέπει να πειραματιστείς, να δοκιμάσεις. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι, κατά κάποιον τρόπο, μου έδειξε τον δρόμο για τα επόμενα βήματα, για όσα θα αποκτούσαν πραγματική σημασία για εμένα και αυτά που θα κατέληγα να απορρίψω.

Μέσα σε αυτά τα δώδεκα χρόνια, έκανα μία φορά Πάσχα στου Φιλοπάππου, αλλά και βόλτα με τη φίλη μου, πριν από πολλούς χειμώνες, στους κατάλευκους από το χιόνι Αμπελόκηπους. Βρέθηκα ένα Σάββατο βράδυ σε ινδονησιακό γάμο με καραόκε και κάπως κατέληξα να νιώθω μια απροσδιόριστη ανακούφιση αντικρίζοντας το Καλλιμάρμαρο. Έναν χρόνο μετά, τα πεζοδρόμια γύρω από τη συμβολή της Μιχαλακοπούλου με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν είναι πλέον η γειτονιά μου. Υπήρξαν, όμως, για πολύ καιρό. Το ζεστό χαμόγελο και το «μα, πού χάθηκες;» του κυρίου Κώστα από το ψιλικατζίδικο στη γωνία μού το θυμίζει. 

Διαβάστε επίσης | Η γυναίκα δημιουργός: Προκατάληψη εναντίον περηφάνιας