Μέχρι τα 29 μου ήμουν η βασίλισσα των καινούριων αρχών. Μπορούσα να βρω μια καινούρια αρχή παντού: στις Δευτέρες, στις Τρίτες και στις Παρασκευές, στον Ιανουάριο, τον Σεπτέμβριο και τον Μάιο, στην αποφοίτηση του δημοτικού, στον αγιασμό του Λυκείου, στη δεύτερη εβδομάδα της κατασκήνωσης, στο τέλος μιας εργασίας, στο ξεκίνημα μιας καινούριας δουλειάς, σε έναν χωρισμό, στο πρώτο φιλί, στο τελευταίο χαμένο γραμμάριο.
Μπορούσα να βρω μια αφορμή να καταστρώσω πάλι το σχέδιο -να θέσω πάλι τους στόχους, να επανεφεύρω τον εαυτό μου, να ξανακάνω την προσπάθεια, να ξαναρχίσω να ελπίζω- στην τσέπη κάθε παντελονιού μου και την έβγαζα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί οι καινούριες αρχές ήταν το καύσιμό μου, η ελπίδα μου, η πιο προσβάσιμη ένδειξη ότι αυτή τη φορά μπορεί και να καταφέρω να κάνω αυτό το κάτι, τη ζωή μου, λίγο καλύτερη.
Στα 29 γέννησα την Στεφανία και καθώς ο Αύγουστος έδινε τη θέση του στον Σεπτέμβριο, το μωρό σαράντιζε κι εγώ περίμενα από στιγμή σε στιγμή να με χτυπήσει ο κεραυνός της έμπνευσης και της καινούριας αρχής, ξύπνησα απότομα και ανακάθισα στο κρεβάτι προσέχοντας να μην ζουλήξω το στήθος μου και αρχίσει να τρέχει γάλα: ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα ότι, εντελώς παραδόξως, η εποχή των καινούριων αρχών είχε τελειώσει για μένα.
Αφενός γιατί δεν θυμόμουν πια πώς ήταν η ζωή πριν από αυτό που, θεωρητικά, τελείωνε τώρα. Δυσκολευόμουν ήδη να θυμηθώ πώς ήταν η ζωή μου πριν γίνω μαμά, κυρίως γιατί δεν ήταν καν ξεκάθαρο πότε ακριβώς έγινα μαμά: όταν συνέλαβα, όταν είδα δύο κόκκινες γραμμές στο τεστ εγκυμοσύνης, όταν άκουσα την καρδιά της, όταν κουνήθηκε, όταν γεννήθηκε, όταν άρχισα να νιώθω ότι, ενώ πριν λίγες μέρες δεν την ήξερα, είχα αρχίσει να την αγαπώ; Πότε;
Αφετέρου, η περίοδος της μετάβασης είχε κρατήσει πάρα πολύ για να μπορεί να την θεωρήσει κανείς «κατώφλι» σε μια άλλη εποχή: οι αλλαγές κρατούσαν καιρό, έρχονταν σταδιακά και, μόλις τις συνήθιζα, έδιναν τη θέση τους σε άλλες αλλαγές -άρα δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν υπήρχε αρχή γιατί, εδώ που τα λέμε, δε υπήρχε καν τέλος, σε τίποτα.