Εδώ και τρεις μέρες, στην παιδική χαρά, οι τσουλήθρες και οι κούνιες ήταν λίγο πιο άδειες απ’ ό,τι συνήθως. Τα μικρά παρατούσαν κάθε λίγο το παιχνίδι και έτρεχαν να (προσπαθήσουν να) διαβάσουν την ανακοίνωση που βρισκόταν κολλημένη παντού: στις πόρτες, στα δέντρα, ακόμα και στο μεσαίο στήριγμα της τραμπάλας: «Έχασα το πατίνι μου, ένα πορτοκαλί με μαύρα γράμματα. Παρακαλώ βοηθήστε με να το βρω».
Παρατηρούσα τα παιδιά να αποκτούν ξαφνικά τις λέξεις για να περιγράψουν κάτι που ήξεραν ότι συμβαίνει -μπορεί να είχε συμβεί και σ’ εκείνα πιο παλιά- αλλά δεν ήξεραν ίσως ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν με τις λέξεις τους. Διάβαζαν την ανακοίνωση κι ύστερα ξεκινούσαν το ψάξιμο: πίσω από τους θάμνους, ανάμεσα στα κάγκελα, κάτω από τα παγκάκια, για να βοηθήσουν.
Ήξερα ότι το πατίνι μάλλον δεν θα ήταν εκεί -η ανακοίνωση ήταν καρφιτσωμένη τόσες μέρες που ήταν απίθανο να μην το έχει βρει κανείς, αν ακόμα κυκλοφορούσε ελεύθερο- αλλά δε με πείραζε: μου έφτανε που η Ηλέκτρα γυρνούσε σπίτι και για καθετί που έψαχνε έφτιαχνε και μια ανακοίνωση. «Χάσαμε έναν φακό, παρακαλούμε βοηθήστε μας», «Έχασα τον κρίκο μου, αν το βρείτε τηλεφωνήστε μου». Μου έφτανε που είχε βρει τις λέξεις να ζητάει από τους έμπιστούς της -εμάς- να την βοηθήσουν σ’ αυτό που ήθελε και χρειαζόταν.
***