hard-things-ζωή-πατίνι-164091

Εδώ και τρεις μέρες, στην παιδική χαρά, οι τσουλήθρες και οι κούνιες ήταν λίγο πιο άδειες απ’ ό,τι συνήθως. Τα μικρά παρατούσαν κάθε λίγο το παιχνίδι και έτρεχαν να (προσπαθήσουν να) διαβάσουν την ανακοίνωση που βρισκόταν κολλημένη παντού: στις πόρτες, στα δέντρα, ακόμα και στο μεσαίο στήριγμα της τραμπάλας: «Έχασα το πατίνι μου, ένα πορτοκαλί με μαύρα γράμματα. Παρακαλώ βοηθήστε με να το βρω».

Παρατηρούσα τα παιδιά να αποκτούν ξαφνικά τις λέξεις για να περιγράψουν κάτι που ήξεραν ότι συμβαίνει -μπορεί να είχε συμβεί και σ’ εκείνα πιο παλιά- αλλά δεν ήξεραν ίσως ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν με τις λέξεις τους. Διάβαζαν την ανακοίνωση κι ύστερα ξεκινούσαν το ψάξιμο: πίσω από τους θάμνους, ανάμεσα στα κάγκελα, κάτω από τα παγκάκια, για να βοηθήσουν.

Ήξερα ότι το πατίνι μάλλον δεν θα ήταν εκεί -η ανακοίνωση ήταν καρφιτσωμένη τόσες μέρες που ήταν απίθανο να μην το έχει βρει κανείς, αν ακόμα κυκλοφορούσε ελεύθερο- αλλά δε με πείραζε: μου έφτανε που η Ηλέκτρα γυρνούσε σπίτι και για καθετί που έψαχνε έφτιαχνε και μια ανακοίνωση. «Χάσαμε έναν φακό, παρακαλούμε βοηθήστε μας», «Έχασα τον κρίκο μου, αν το βρείτε τηλεφωνήστε μου». Μου έφτανε που είχε βρει τις λέξεις να ζητάει από τους έμπιστούς της -εμάς- να την βοηθήσουν σ’ αυτό που ήθελε και χρειαζόταν.

***

Όταν η Άλισον Ντέιμιντζερ, υποψήφια διδάκτωρ κοινωνιολογίας και κοινωνικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αποφάσισε να κάνει διδακτορικό επάνω στο mental load (τη νοητική δουλειά που κάνουν, συνήθως, οι γυναίκες όταν προσπαθούν να προβλέψουν και να οργανώσουν όλες τις δουλειές που πρέπει να γίνουν -συνήθως από τις ίδιες- στην οικογένεια και το νοικοκυριό) οι επιβλέποντες καθηγητές της προσπάθησαν να την αποθαρρύνουν: «Ωραία» της έλεγαν «η έρευνά σου θα δείξει ότι οι γυναίκες αναλαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο της νοητικής δουλειάς. Ε, και; Σιγά το νέο. Αυτό το ξέρουμε ήδη».

Φυσικά η Ντέιμιντζερ δεν είχε καμία διάθεση να αφιερώσει 3 ή 4 χρόνια από τη ζωή της ερευνώντας κάτι που, ενστικτωδώς, όλοι γνωρίζουμε, αν δεν είχε να προτείνει κάποια πρακτική λύση σ’ αυτό. Εξ ου και αποφάσισε ότι δεν θα προσπαθούσε να μετρήσει αν όντως οι γυναίκες «κάνουν περισσότερα», αλλά τι ακριβώς είναι αυτά τα περισσότερα που κάνουν. Έσπασε λοιπόν τη νοητική δουλειά σε 4 διαφορετικά μέρη: πρόβλεψη, εντοπισμός, απόφαση, παρακολούθηση. Κι αυτό που βρήκε ήταν ότι, παρότι στον εντοπισμό των λύσεων και την απόφαση για την καλύτερη λύση τα ζευγάρια λειτουργούν πλέον αρκετά συνεργατικά, οι γυναίκες τείνουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο βάρος στο στάδιο της πρόβλεψης («ο μικρός θα χρειαστεί αθλητικά») και στο στάδιο της παρακολούθησης («θα έρθει ποτέ το ρημάδι το κούριερ ή να ακυρώσω την παραγγελία;»).

«Ένας από τους στόχους αυτής της έρευνας» λέει η ίδια «ήταν να δώσω στους ανθρώπους το λεξιλόγιο που χρειάζονται για να αρχίσουν να συζητούν για την ανισότητα που παρατηρούμε και γι’ αυτά που έχουν ανάγκη. Μπορεί να διαισθάνεσαι ότι κάνεις περισσότερα, αλλά είναι δύσκολο να το εντοπίσεις [αν δεν έχεις το κατάλληλο λεξιλόγιο γι’ αυτό που συμβαίνει]». Μόνο όταν έχουμε ακούσει ή διαβάσει κάποιον ή κάποια να χρησιμοποιεί συγκεκριμένες λέξεις για να περιγράψει αυτό που αόριστα ξέρουμε ότι βιώνουμε, μπορούμε να εκφράσουμε κι εμείς αυτό που έχουμε ανάγκη στους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε -και μόνο τότε υπάρχει περίπτωση αυτό που έχουμε ανάγκη να γίνει όντως πραγματικότητα.

***

Οι δύο μαμάδες κάθονταν χωρίς μάσκες στο παγκάκι με την περισσότερη σκιά και παρακολουθούσαν απαθείς τα τέσσερα παιδάκια να ξεκολλάνε τις ανακοινώσεις από τις πόρτες, τα δέντρα, ακόμα και από το μεσαίο στήριγμα της τραμπάλας. Η Ηλέκτρα παρακολουθούσε τρομοκρατημένη τη σφαγή: αφού διάβασαν το κείμενο και γέλασαν δυνατά, τα μικρά έκοψαν σε μεγάλα κομμάτια τα χαρτιά και τα σκόρπισαν στο χώμα, ενώ οι μαμάδες τούς φώναζαν ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν σπίτι.

Ήθελα να τους φωνάξω ότι η ζωή είναι ήδη αρκετά δύσκολη, ότι οι άνθρωποι, εμείς, ψάχνουμε με πολύ κόπο, παντού, να βρούμε τις λέξεις που χρειαζόμαστε για να μιλήσουμε γι’ αυτά που είναι άδικα, να ζητήσουμε αυτό που χρειαζόμαστε, να εξηγήσουμε πώς είναι ο κόσμος στον οποίο θέλουμε να ζούμε, να βρούμε τους έμπιστους που θα μας βοηθήσουν να τον φτιάξουμε μαζί. Ότι κάποιοι και κάποιες από εμάς κάνουν ακόμα μεγαλύτερο κόπο για να βοηθήσουν όσους δεν έχουν συνηθίσει να ακούγονται συχνά, να βρουν τις δικές τους λέξεις -και μια κάποια εμπιστοσύνη.

Κι ότι γι’ αυτό, να πάρει, χρειάζεται τουλάχιστον να δείξουμε στα παιδιά πώς να σεβόμαστε τις λέξεις των άλλων -και την εμπιστοσύνη τους. Ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι το πατίνι που ψάχνουν δεν υπάρχει ελπίδα να βρεθεί ποτέ. Ακόμα και αν (ή κυρίως αν) εμείς έχουμε ακόμα το δικό μας πατίνι.

Διαβάστε επίσης | Hard Things: Μια κάποια τεμπελιά