Τα ψιλοκομμένα κρεμμύδια ξεχύνονται χορεύοντας από το ξύλο κοπής μέσα στο λάδι. Σχεδόν αμέσως ακούγεται το απολαυστικό τσιτσίρισμα που θα σημάνει την επίσημη έναρξη του μαγειρέματος και η κουζίνα πλημμυρίζει από τη γνώριμη μυρωδιά φαγητού που ετοιμάζεται. Η πίτα θα έχει μέσα φρέσκα μυρωδικά και μπόλικο τυρί, που του αρέσει. Ενώ προσθέτω αλάτι και λίγο παραπάνω πιπέρι από το κανονικό, φαντασιώνομαι τη στιγμή που μπαίνει στο σπίτι και τρέχει στον φούρνο, για να φάει στα γρήγορα ένα ζεστό κομμάτι. Όσο ανοίγω το φύλλο –κουρού, μη φανταστείτε τίποτα περίπλοκο–, σκέφτομαι εκείνη την πρώτη κρατσανιστή μπουκιά που περιμένει όλη μέρα και την απόλαυση που τον καλωσορίζει καθώς βυθίζει τα δόντια του στη γέμιση, που συνδυάζει γλυκό πράσο, τραγανό μπέικον και τρία διαφορετικά τυριά, και γαργαλιέμαι μόνη μου από χαρά.
Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους η φροντίδα των άλλων μοιάζει να έχει γίνει κομμάτι της φύσης τους. Στο μυαλό μου τους ταυτίζω με τις οικοδέσποινες και τους οικοδεσπότες που ανοίγουν τα σπίτια τους και ετοιμάζουν τραπέζια με τρία διαφορετικά φαγητά για τους αγαπημένους τους. Με μάστορες της μαγειρικής τέχνης, των οποίων τα ακροδάχτυλα περιποιούνται τους συνανθρώπους τους, τυλίγοντας επιδέξια ντολμαδάκια, τορτίγιες, τυροπιτάκια, κουλουράκια. Έχουν εγγενώς μέσα τους τη διάθεση για μαμαδίσια φροντίδα, σαν αυτή που σε φορτώνει ξέχειλα τάπερ, ώστε να μη σου λείψει τίποτα. Ζυμώνουν, ανακατεύουν, ψιλοκόβουν, απορροφημένοι από τα περίπλοκα μαθηματικά που οδηγούν σε μια συναρπαστική εμπειρία γεύσης, συμπεριλαμβάνοντας στη διαδικασία της παρασκευής όλα εκείνα τα μυστικά που διάβασαν ή που τους ψιθύρισαν κάποια στιγμή και αξιοποιώντας άπειρες ώρες εμπειρίας πάνω από κατσαρόλες και ατμούς, ώστε να προσφέρουν το καλύτερο σε όσους νοιάζονται. Η καρδιά τους φωτίζεται σε αυτή τη σκέψη και είναι αυτό το φωτεινό χάδι που ταξιδεύει μέσα από κουτάλες και μπολ και γεμίζει με θαλπωρή τον ουρανίσκο κάθε τυχερού που γεύεται τα καλούδια τους.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Μέχρι πρόσφατα γινόμουν κυρίως δέκτης τέτοιων περιποιήσεων. Μιας αχνιστής σούπας που ζεσταίνει το μέσα σου τη στιγμή που σε έχουν πιάσει ρίγη από τον πυρετό. Του κοτόπουλου στον φούρνο με τις ζουμερές πατάτες που ετοιμάζει μια φίλη, έχοντας τελειοποιήσει την τέχνη της πιο κρατσανιστής πετσούλας. Ενός μπριάμ σιγοψημένου στον φούρνο με τις ώρες, που μαλακώνει την ψυχούλα σου, σε συνδυασμό με μπόλικη φέτα και χωριάτικο ψωμί. Ενός κυριακάτικου κοκκινιστού, από αυτά που σου λείπουν όταν δεν μένεις πια με τους δικούς σου. Και ακόμα, μακαρονάδες που ετοιμάστηκαν στα γρήγορα, συνήθως σαν παρηγοριά σε δύσκολες στιγμές, γενναία κομμάτια κέικ που έφτασαν στο γραφείο τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, σαν μια τρυφερή «ας της πάω λίγο, να ευχαριστηθεί» κίνηση. Όλα, άξια νοσταλγικής σιελόρροιας, φαγητά που περιμένω πώς και πώς να δοκιμάσω ξανά, αφού χαρακτηρίζονται από τη μοναδική νοστιμιά της φροντίδας.