Μπορεί να μην θυμάσαι πού ήσουν και τι έκανες τον Δεκέμβριο του 2002, αλλά εγώ μπορώ να σου πω με ακρίβεια. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, σ’ εκείνο το ιστορικό σπίτι στου Χαριλάου που με περίμεναν οι Ξαδέρφες, οι φίλοι τους και η Μπιάνκα Το Κατοικίδιο, εκεί που είχα καταφτάσει από τον Οκτώβριο αλλά ξέμεινα λίγο παραπάνω, μέχρι να χρειαστεί να ταξιδέψουμε όλοι μαζί για Χριστούγεννα –μια υποχρεωτική λιτανεία από φοιτητές με καινούργια piercing, τεράστιες βαλίτσες γεμάτες άπλυτα και ιστορίες που έπρεπε να λογοκρίνουν από τους γονείς που τους υποδέχονταν σαν να ήταν πάντα τα μωρά τους, σαν να μην είχαν ολόκληρη, κανονική ζωή στα δικά τους σπίτια.
Εκείνον τον Δεκέμβριο, λοιπόν, που παντού χορεύαμε το Work Ιt της Missy Elliott, ξέμεινα στη Θεσσαλονίκη για εβδομάδες, ήπια τζιν και τόνικ με καινούργιους φίλους, περπάτησα ξημερώματα με καινούργιους έρωτες, απέκτησα ένα μεγάλο τατουάζ κάπου στην Ναυαρίνου, βρήκα ένα ονειρεμένο φόρεμα κάπου στην Τσιμισκή και άνοιξα το πρώτο περιοδικό με κείμενό μου κάπου στην Αριστοτέλους.
Μπορεί να μην θυμάσαι τι σε έκανε να χαρείς τον Δεκέμβριο του 2002, αλλά θέλω να σου πω ότι εγώ χαμογέλασα μέχρι να πονέσουν τα μάγουλά μου εκείνη την μέρα και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου πολλές φορές για να σιγουρευτώ ότι βλέπω καλά. Η χαρά ν’ αντικρίζω το όνομά μου τυπωμένο πάνω από λέξεις που είχα σκεφτεί, πληκτρολογήσει και αποστείλει δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη μου μέχρι να ματώσουν. Λέξεις, για τις οποίες θα πληρωνόμουν. Σαν κανονική συντάκτρια. Ακόμα και τότε, μέσα από τις τσιρίδες των φίλων, ήξερα πως αυτή η χαρά, αυτή η στιγμή που το μάτι πέφτει πάνω στο όνομά σου στην ταυτότητα ενός εντύπου για πρώτη φορά, είναι κάτι που δεν ξαναβιώνεται σε τέτοια ένταση. Και μπορεί να μην σου φαίνεται σαν κάτι συνταρακτικό, αλλά θέλω να σου πω ότι για τον εικοσι-κάτι εαυτό μου που περιφερόταν ανάμεσα σε πόλεις και φίλους με μόνη σταθερά την αϋπνία και τα βιβλία στο χέρι, χωρίς να μπορεί να απαντήσει ακόμα στην κρίσιμη ερώτηση “τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις” δεν ήταν τίποτα λιγότερο από συνταρακτικό.
Εκεί στα εικοσι-κάτι που ένιωθα ότι όλοι οι άλλοι γύρω μου είχαν ήδη μπει σε μια σαφή τροχιά ζωής, έτοιμοι να ορκιστούν δικηγόροι και γιατροί και καθηγητές, με σταθερές σχέσεις και φιλοδοξίες και προοπτικές, με σίγουρο ύφος και ξεκάθαρες απαντήσεις, εγώ ακόμα σήκωνα τους ώμους μπερδεμένη στις ερωτήσεις για το μέλλον μου. Έβλεπα την ανησυχία στα πρόσωπα των γονιών μου, έβλεπα και τους συμφοιτητές μου που με άφηναν πίσω, έβλεπα τις πλάτες όλων καθώς απογειώνονταν δυναμικά για το πολλά υποσχόμενο μέλλον τους.