Πόσο εύκολο είναι να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι όχι μόνο δεν είμαστε, αλλά δεν δείχνουμε κιόλας νέες;
Δεν βάφω τα μαλλιά μου. Ο λόγος δεν είναι η συγκλονιστική φυσική τους απόχρωση. Είμαι μια κανονική, σκούρα καστανή, η οποία ονειρεύεται μια μέρα να αποκτήσει τις τέλειες ανοιχτόχρωμες ανταύγειες, όπως τόσες άλλες συντοπίτισσές μου. Δεν βάφω τα μαλλιά μου, επειδή πιστεύω ότι «με παίρνει» ακόμα: λίγο πριν κλείσω τα 37 οι λευκές τρίχες στην κώμη μου ναι μεν υπάρχουν, αλλά δεν φαίνονται ιδιαίτερα.
Το θέμα είναι καθαρά γονιδιακό, καθώς και η μητέρα μου ξεκίνησε να βάφει τα μαλλιά της περίπου σε αυτή την ηλικία – ας είναι καλά ο παππούς, που στα πενήντα του είχε ασπρίσει ελάχιστα. Όπως είναι αναμενόμενο όμως, όσο περνούν οι μήνες πληθαίνουν επικίνδυνα οι λευκές «παρουσίες» στο κεφάλι μου. Ένα κομμάτι μου θα ήθελε να κατηγορήσει το στρες των τελευταίων μηνών γι’ αυτό. Θα ήθελα δηλαδή να πιστεύω ότι, μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα, τα μαλλιά μου θα επιστρέψουν στη λαμπερή, σκούρα καστανή τους κατάσταση, χωρίς τις ενοχλητικές, ασημένιες λάμψεις. Πολύ δύσκολα μπορώ να χωνέψω ότι σε αυτό που συμβαίνει στο κεφάλι, στο δέρμα μου και σε ολόκληρο τον οργανισμό μου δεν υπάρχει γυρισμός.
Ας μη λέω ψέματα, και μόνο που το έγραψα αισθάνθηκα έναν κόμπο στον λαιμό. Γιατί δεν είναι μόνο οι λευκές τρίχες, αλλά και οι γραμμές γύρω από τα χείλη που δεν σβήνουν πλέον μαζί με το χαμόγελο, παρά μένουν εκεί, ανεξίτηλες. Είναι και η ανεπαίσθητη αίσθηση κούρασης στο πρόσωπο που δεν φεύγει με δύο καλές ώρες ύπνου. Το μακιγιάζ στα μάτια, που δεν στρώνει τόσο άψογα όσο παλιά. Είναι και οι φίλες που ξεκίνησαν δειλά δειλά να συζητούν για Botox, μεσοθεραπείες και υαλουρονικά, εκεί που μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο δίλημμά μας ήταν αν αξίζει να κάνει κανείς ανόρθωση βλεφαρίδων. Είναι η ηλικία, η οποία δεν είναι πλέον απλώς ένας αριθμός, αλλά μικρές υπενθυμίσεις στην καθημερινότητά μας.