Ένα πρωί, τις προ-COVID εποχές, αφού είχα ολοκληρώσει με επιτυχία τη “θητεία” μου στις πρώτες ουρές της Κλινικής Εξωσωματικής Γονιμοποίησης, μετέφερα το νυσταγμένο μου κορμί στο γνωστό χώρο αναμονής όπου κάποια στιγμή θα φώναζαν το νουμεράκι μου για να περάσω για εξέταση. Είναι ένας στενόμακρος χώρος τον οποίο είχα μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά, είχα μελετήσει την περίεργη διαρρύθμισή του και μία προς μία όλες τις φωτογραφίες μωρών που καλύπτουν τους τοίχους του. Κυρίως είχα εξασκηθεί να υπολογίζω σε πόση ώρα θα ξεμπερδέψω ανάλογα με το πόσες γυναίκες περίμεναν εκεί μαζί μου, συνήθως όρθιες, γερμένες στον τοίχο ή καθισμένες στα σκαλάκια αφού ο χώρος διαθέτει μόλις τέσσερα καθίσματα.
Εκείνο το πρωί ο κόσμος ήταν πολύς, όλα έδειχναν ότι θα καθυστερούσαμε. Πάνω που πήγα να σωριαστώ στο γνωστό σκαλάκι και να χωθώ στο κινητό μου, παρατήρησα ότι σε μία από τις τέσσερις καρέκλες καθόταν ένας άνδρας. Ο συνοδός μιας κυρίας είχε θεωρήσει πολύ λογικό να κάτσει δίπλα της πιάνοντας ένα από τα ελάχιστα καθίσματα της αίθουσας, το οποίο μάλιστα δεν απελευθέρωσε ούτε όταν φώναξαν τη γυναίκα του να περάσει μέσα. Εκπληκτική έλλειψη ενσυναίσθησης, θυμάμαι να σκέφτομαι, πριν με πιάσουν τα νεύρα μου που η κούραση και η αγωνία όλων αυτών των γυναικών, το σωρευμένο μας στρες, δεν “βάραινε” αρκετά για την ελάχιστη, την πλέον ανέξοδη, ένδειξη συμπαράστασης, την παραχώρηση μιας θέσης. Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά δεν είναι διακριτά με γυμνό μάτι, τουλάχιστον όχι όπως η κοιλιά της εγκύου. Βλέπετε την ειρωνεία, σωστά;
Έκτοτε έχω μετανιώσει για εκείνα τα νεύρα. Σύμφωνοι οι άνδρες υφίστανται συγκριτικά πολύ μικρότερο ποσοστό της σωματικής και ψυχολογικής καταπόνησης μιας εξωσωματικής. Με εξαίρεση την κατάθεση σπέρματος, όποτε χρειαστεί, σαν ρομπότ, περιορίζονται σε ρόλο παρατηρητή, εμψυχωτή, σοφέρ και φυσικά κλητήρα, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες με κάθε είδους χαρτιά, μπαινοβγαίνοντας σε λογιστήρια, νομικά τμήματα, γραφεία συνταγογράφησης, συνήθως μιλώντας παράλληλα στο τηλέφωνο για δουλειά αφού είναι κατά κανόνα σκαστοί από το γραφείο. Τις υπόλοιπες ώρες απλώς (μας) περιμένουν. Με δεμένα τα χέρια, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, περιμένουν. Στη ρεσεψιόν, σε κάποια αίθουσα αναμονής στους ορόφους, στο κυλικείο πίνοντας έναν καφέ, στο αυτοκίνητο με αλάρμ, στο παρκάκι έξω από το κτίριο, αναλόγως. Η εικόνα θυμίζει τους κυρίους που βλέπεις να περιμένουν με τις σακούλες έξω από τα Zara, αλλά για κάποιο λόγο δεν σχηματίζονται πηγαδάκια έξω από την Κλινική.
Ανησυχούν για την έκβαση της διαδικασίας, για την υγεία της συντρόφου τους, για το μέλλον, το εάν θα καταφέρουν να γίνουν πατεράδες, για τον αντίκτυπο στα οικονομικά του νοικοκυριού (“πόσες προσπάθειες αντέχουμε;”), αλλά βάζουν τις αγωνίες τους σε δεύτερη μοίρα, αφού δίπλα τους έχουν κάτι ανάμεσα σε οσιομάρτυρα και βελζεβούλ (πολλά νεύρα, να το παραδεχθούμε). Αν υπήρχε παστίλια για τον πόνο του άλλου θα την κατάπιναν ευχαρίστως. Ο γενικός κανόνας όμως είναι καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές σχέσεις αφήνουν τα κοκαλάκια τους στους κρύους διαδρόμους των Κλινικών, κάπου ανάμεσα σε μια επιτυχημένη ωοληψία και μια αποτυχημένη εμβρυομεταφορά. Όσες πάντως την βγάλουν καθαρή, εκτιμώ ότι δυναμώνουν. Μαθαίνουμε ο ένας τον άλλο κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, μοιραζόμαστε μικρές νίκες, μεγάλες ήττες, περνάμε μέρες ολόκληρες συμπυκνωμένες σε μερικές στιγμές.
Γι’ αυτό, έστω και καθυστερημένα, αλληλεγγύη στον κύριο που ξαπόστασε εκείνο το πρωινό στο κάθισμα της αίθουσας αναμονής. Το χρειαζόταν.
Διαβάστε επίσης | The Cycle: Δεν ήρθα εδώ να κάνω φίλους